αραμαϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αραμαϊκά | ||
γενική | των | αραμαϊκών | ||
αιτιατική | τα | αραμαϊκά | ||
κλητική | αραμαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αραμαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αρχαία σημιτική γλώσσα της Συρίας και της Άνω Μεσοποταμίας. Μιλιέται ακόμα, σήμερα, από περίπου 300.000 άτομα, κυρίως στο Ιράκ και γράφεται με το συριακό αλφάβητο