αποφθορίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφθορίωση | οι | αποφθοριώσεις |
γενική | της | αποφθορίωσης* | των | αποφθοριώσεων |
αιτιατική | την | αποφθορίωση | τις | αποφθοριώσεις |
κλητική | αποφθορίωση | αποφθοριώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφθοριώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποφθορίωση < απο- + φθορίωση < (καθαρεύουσα) φθορίωσις < φθόριο + -ωσις < μεσαιωνική ελληνική φθόριον < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoration)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.fθoˈɾi.o.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφθορίωση θηλυκό
- (νεολογισμός) (χημεία) η διαδικασία αφαίρεσης φθορίου από το νερό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφθορίωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)