αλμυρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλμυρό ουδέτερο

  • (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αλμυρό