αληθινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αληθινά < αληθιν(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.li.θiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λη‐θι‐νά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αληθινά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αληθινά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αληθινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αληθινός