use

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
use uses

use (en)

  1. η χρήση
    a tool with many uses - εργαλείο με πολλές χρήσεις
  2. η σημασία, μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση, που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σημασία
    The verb “to run” has many uses.
    Το ρήμα “τρέχω” έχει πολλές σημασίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sense

Ρήμα

ενεστώτας use
γ΄ ενικό ενεστώτα uses
αόριστος used
παθητική μετοχή used
ενεργητική μετοχή using

use (en)

Σύνθετα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Πηγές