oca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

oca (ca)

  1. (πτηνό) η χήνα

Ουσιαστικό

oca (es)

  1. (πτηνό) η χήνα

Ουσιαστικό

oca (it) θηλυκό

  1. (πτηνό) η χήνα
  2. (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος

Παράγωγα


Ουσιαστικό

oca (scn)

  1. (πτηνό) η χήνα