nun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
      ενικός         πληθυντικός  
nun nuns

Ουσιαστικό

nun (en)

  1. η καλόγρια, η μοναχή
  2. το 14ο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου (ן ,נ)



Αντωνυμία

nun (eu)


Επίρρημα

nun (eo)