liken to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενεστώτας | liken to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | likens to |
αόριστος | likened to |
παθητική μετοχή | likened to |
ενεργητική μετοχή | likening to |
Ετυμολογία
Ρήμα
liken to (en)
- (επίσημο) συγκρίνω, παρομοιάζω, συγκρίνω ένα πράγμα ή ένα άτομο με ένα άλλο και λέω ότι είναι παρόμοια
Πηγές
- liken to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 669. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρομοιάζω