liken to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
ενεστώτας liken to
γ΄ ενικό ενεστώτα likens to
αόριστος likened to
παθητική μετοχή likened to
ενεργητική μετοχή likening to

Ετυμολογία

liken to < → δείτε τις λέξεις liken και to

Ρήμα

liken to (en)

  • (επίσημο) συγκρίνω, παρομοιάζω, συγκρίνω ένα πράγμα ή ένα άτομο με ένα άλλο και λέω ότι είναι παρόμοια
    We can liken the function of the heart to that of a pump.
    Μπορούμε να συγκρίνουμε τη λειτουργία της καρδιάς με εκείνη της αντλίας.
    Sleep is often likened to death.
    Συχνά παρομοιάζουν τον ύπνο με το θάνατο.
     συνώνυμα: compare

Πηγές