lacet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Προφορά

ΔΦΑ : /la.se/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lacet lacets

lacet (fr) αρσενικό

  1. κορδόνι
    attache les lacets de tes chaussures - δέσε τα κορδόνια των παπουτσιών σου
  2. (για πλοία ή αεροπλάνα) εναλλάξ κίνηση του σκάφους γύρω από τον κατακόρυφο άξονά του, αριστερά δεξιά
    → δείτε τις λέξεις tangage και roulis