filo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

filo (en) ή phyllo (en)

  • φύλλο μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής




Ετυμολογία

filo < fil + -o

Ουσιαστικό

filo (eo)

Αντώνυμα




Ετυμολογία

filo < λατινική filum

Ουσιαστικό

filo (it)

  1. σύρμα
  2. οποιοδήποτε υλικό που έχει σχήμα κυλινδρικό μακρύ και λεπτό , όπως νήμα, κλωστή, σύρμα.

Συνώνυμα