κωμωδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωμωδία οι κωμωδίες
      γενική της κωμωδίας των κωμωδιών
    αιτιατική την κωμωδία τις κωμωδίες
     κλητική κωμωδία κωμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωμωδία < αρχαία ελληνική κωμῳδία < κῶμος + ᾠδή

Ουσιαστικό

κωμωδία θηλυκό

  • Κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο. Στο θέατρο δεν πρέπει να το μπερδεύουμε με την επιθεώρηση, που επίσης είναι έργο γέλιου. Στην κωμωδία έχουμε ένα θέμα, ενώ στην επιθεώρηση τα θέματα είναι πολλά

Μεταφράσεις