εντερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντερικός < αρχαία ελληνική ἐντερικός < ἔντερον
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.de.ɾiˈkos/
Επίθετο
εντερικός
- (ανατομία) (ιατρική) που έχει σχέση με τα έντερα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) τα εντερικά: (ιατρική) πάθηση των εντέρων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εντερικός