εντερικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντερικός η εντερική το εντερικό
      γενική του εντερικού της εντερικής του εντερικού
    αιτιατική τον εντερικό την εντερική το εντερικό
     κλητική εντερικέ εντερική εντερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντερικοί οι εντερικές τα εντερικά
      γενική των εντερικών των εντερικών των εντερικών
    αιτιατική τους εντερικούς τις εντερικές τα εντερικά
     κλητική εντερικοί εντερικές εντερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντερικός < αρχαία ελληνική ἐντερικός < ἔντερον

Προφορά

ΔΦΑ : /en.de.ɾiˈkos/

Επίθετο

εντερικός

  1. (ανατομία) (ιατρική) που έχει σχέση με τα έντερα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα εντερικά: (ιατρική) πάθηση των εντέρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις