άεργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άεργος | η | άεργη | το | άεργο |
γενική | του | άεργου | της | άεργης | του | άεργου |
αιτιατική | τον | άεργο | την | άεργη | το | άεργο |
κλητική | άεργε | άεργη | άεργο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άεργοι | οι | άεργες | τα | άεργα |
γενική | των | άεργων | των | άεργων | των | άεργων |
αιτιατική | τους | άεργους | τις | άεργες | τα | άεργα |
κλητική | άεργοι | άεργες | άεργα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- άεργος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄεργος < αρχαία ελληνική ἀεργός [1] < ἄ- στερητικό + ἔργ(ον) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.eɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ερ‐γος
Επίθετο
άεργος, -η, -ο
- που παραμένει (συχνά από επιλογή) χωρίς εργασία, χωρίς να απασχολείται με κάτι
- ο χασομέρης
- (φυσική) αυτός που δεν παράγει έργο
- ⮡ άεργος συνιστώσα, άεργο ρεύμα, άεργος ισχύς, άεργος συντελεστής
Σημειώσεις
Η λέξη άεργος σημαίνει εκείνον που γενικά δεν έχει εργασία ή ασχολία, ενώ η λέξη άνεργος προσδιορίζει εκείνον που αναζητεί εργασία, αλλά δε βρίσκει.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ άεργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)