ΚΤΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΚΤΕ < : Κοινωνία Των Εθνών
- ΚΤΕ < : Κοινοβουλευτικός Τομέας Εργασίας
Συντομομορφή
ΚΤΕ θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Η Κοινωνία των Εθνών, διεθνής οργανισμός για τη διαφύλαξη της ειρήνης μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Συντομομορφή
ΚΤΕ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο