καρτάνα
Κυπριακά (el-cyp)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτάνα θηλυκό
- (ιατρική) ελώδης πυρετός
- το ένα τέτατρο
- (για γυναίκα) που έχει κακό χαρακτήρα ή που δεν έχει ηθικές αναστολές
Πηγές
[επεξεργασία]- καρτάνα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτάνα θηλυκό (και σήμερα στην Κύπρο ως ιδιωματικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- καρτάνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.371, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα λατινικά (κυπριακά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (κυπριακά)
- Κυπριακά
- Ουσιαστικά (κυπριακά)
- Ιατρική (κυπριακά)
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ιατρική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)