καρτάνα

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 12:34, 24 Ιουνίου 2024 από τον Nikos1nikos1 (συζήτηση | συνεισφορές) ({{πηγές}}: διόρθωση)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρτάνα θηλυκό

  1. (ιατρική) ελώδης πυρετός
  2. το ένα τέτατρο
  3. (για γυναίκα) που έχει κακό χαρακτήρα ή που δεν έχει ηθικές αναστολές
  • καρτάνα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρτάνα θηλυκό (και σήμερα στην Κύπρο ως ιδιωματικό)