quit
Αγγλικά (en)
ενεστώτας | quit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quits |
αόριστος | quitted, quit |
παθητική μετοχή | quitted, quit |
ενεργητική μετοχή | quitting |
Προφορά
Ρήμα
quit (en)
- (ανεπίσημο) σταματώ, διακόπτω να κάνω κάτι
- ↪ They told him to quit smoking.
- Του είπαν να σταματήσει/διακόψει το κάπνισμα.
- ↪ Quit the juvenile behavior.
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
- ↪ They told him to quit smoking.
- διακόπτω μια συνήθεια
- (πληροφορική) εξέρχομαι από πρόγραμμα, κλείνω το πρόγραμμα