mother
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mother | mothers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mother (en)
- (οικογένεια) η μητέρα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- mom (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο)
- mum (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο)
- mommy (αμερικανικά αγγλικά, παιδική γλώσσα)
- mummy (βρετανικά αγγλικά, παιδική γλώσσα)