mulier
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mulier < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mulier (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mulier | muliĕrēs |
γενική | muliĕris | muliĕrum |
δοτική | muliĕrī | muliĕribus |
αιτιατική | muliĕrem | muliĕrēs |
κλητική | mulier | muliĕrēs |
αφαιρετική | muliĕre | muliĕribus |
Πηγές
[επεξεργασία]- mulier - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.