sublimation
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sublimation (en)
- (φυσική, χημεία) η εξάχνωση, η μετατροπή ενός στερεού σε αέριο χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση
- (ψυχολογία) η μετουσίωση
- (προσοχή, το ερμήνευμα αυτό αφορά μόνο τον ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας)
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sublimation | sublimations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]la sublimation (fr) θηλυκό