baked

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 21:27, 6 Σεπτεμβρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py update English forms -ed)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

baked (en)

  1. ψημένος (στο φούρνο)
  2. (αργκό) για κάποιον που έχει καπνίσει πολλή μαριχουάνα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

baked (en)