filo
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- φύλλο μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]filo (eo)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]filo (it)