pontifice

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 14:56, 10 Απριλίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) ({{m}} * {{infl|la|pontifex|c=ab|n=s}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

pontifice (la) αρσενικό