χάντμπολ
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάντμπολ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) άθλημα που παίζεται σε γήπεδο από δύο ομάδας με μικρή μπάλα που χτυπιέται με το χέρι· όπως στο ποδόσφαιρο, μια ομάδα σκοράρει με το να στείλει ένας παίκτης τη μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- χάντμπολ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χάντμπολ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χάντμπολ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)