коронавирус
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]коронавирус (bg) (koronavírus) αρσενικό
Καζακικά (kk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]коронавирус (kk) (koronavïrws)
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kərənɐˈvʲirʊs/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]коронавирус (ru) (koronavírus)