pango

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:39, 21 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) πήγνυμι

pango

  1. καρφώνω, στερεώνω
  2. φυτεύω
  3. κατασκευάζω
  4. συγγράφω
  5. ομολογώ
  6. ορίζω