κτίριο

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 04:57, 27 Φεβρουαρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτήριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτίριο τα κτίρια
      γενική του κτιρίου
κτίριου
των κτιρίων
    αιτιατική το κτίριο τα κτίρια
     κλητική κτίριο κτίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίριο < μεσαιωνική ελληνική κτήριον [1] / κτίρειον / κτίριον [2] < αρχαία ελληνική οἰκητήριον [3] < οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κτίριο ουδέτερο

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές