tronc

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:37, 2 Δεκεμβρίου 2020 από τον Τυχαίος Χρήστης (συζήτηση | συνεισφορές) (αντικατάσταση ετυμ la)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tronc troncs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tronc < λατινική truncus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tronc (fr)