κτίριο

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:07, 1 Οκτωβρίου 2019 από τον PhilObservatory code (συζήτηση | συνεισφορές) (Οικοδομική κατασκευή.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτήριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτίριο τα κτίρια
      γενική του κτιρίου
κτίριου
των κτιρίων
    αιτιατική το κτίριο τα κτίρια
     κλητική κτίριο κτίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίριο < Πρότυπο:ετυμ gkm κτήριον[1] / κτίρειον / κτίριον[2] < Πρότυπο:ετυμ grc οἰκητήριον[3] < οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κτίριο ουδέτερο

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Μεταφράσεις