strio
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- strio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strio | strioj |
αιτιατική | strion | striojn |
strio (eo)
- η ράβδωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strio | strioj |
αιτιατική | strion | striojn |
strio (eo)