machete

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 07:42, 14 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
a machete

machete (en)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Χρησιμοποιείται συχνά σε φόνους όπου ο μανιασμένος θύτης δεν επιθυμεί απλά να σκοτώσει μα να εκδικηθεί με μίσος. Λέμε για τον θύτη: " he/she hacked the victim" (πετσόκοψε, κατακρεούργησε)