machete
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]machete (en)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Χρησιμοποιείται συχνά σε φόνους όπου ο μανιασμένος θύτης δεν επιθυμεί απλά να σκοτώσει μα να εκδικηθεί με μίσος. Λέμε για τον θύτη: " he/she hacked the victim" (πετσόκοψε, κατακρεούργησε)