smak

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:59, 6 Ιανουαρίου 2017 από τον UT-interwiki-Bot (συζήτηση | συνεισφορές) (Ρομπότ: Προσθήκη: eo:smak)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
 [[Κατηγορία:Λήμματα με ήχο στην προφορά (Δεν υπάρχει αυτός ο κωδικός γλώσσας!! )]]

Ουσιαστικό

smak (pl) αρσενικό

  1. η γεύση ως:
    • μία από τις πέντε αισθήσεις
    • η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    • (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε

Συγγενικά