beau

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:44, 4 Οκτωβρίου 2016 από τον HydrizBot (συζήτηση | συνεισφορές) (Ρομπότ: Προσθήκη: ky:beau)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

beau < bel < Πρότυπο:ετυμ la bellus

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beau beaux
θηλυκό belle belles

beau (fr) και bel (μπροστά από φωνήεν, άφωνο h, μερικές εκφράσεις)

  1. ωραίος

Ουσιαστικό

beau (fr)

  1. το ωραίο

Επίρρημα

beau (fr)

  1. μάταια
    j'ai beau le lui dire, il fait la sourde oreille - του το λέω μάταια, κάνει πως δεν ακούει

Σύνθετα