τσιγκουνιά
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιγκουνιά | οι | τσιγκουνιές |
γενική | της | τσιγκουνιάς | των | τσιγκουνιών |
αιτιατική | την | τσιγκουνιά | τις | τσιγκουνιές |
κλητική | τσιγκουνιά | τσιγκουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τσιγκουνιά < τσιγκούνης + -ιά < Πρότυπο:ετυμ tr çingene (τσιγγάνος) < Πρότυπο:ετυμ hu cigány < Πρότυπο:ετυμ sla cigan < μεσαιωνική ελληνική ἀτσίγγανος (αντιδάνειο) < (ελληνιστική κοινή) ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τσιγκουνιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος τσιγκούνης, η ιδιότητα του τσιγκούνη
- ≈ συνώνυμα: καρμιριά, φιλαργυρία
- ≠ αντώνυμα: σπατάλη
- (στον πληθυντικό) τσιγκουνιές: χαρακτηριστικές ενέργειες και εκδηλώσεις ενός τσιγκούνη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τσιγκούνης
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)