beau

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:51, 22 Ιανουαρίου 2013 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ml)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

beau < bel < Πρότυπο:ετυμ la bellus

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beau beaux
θηλυκό belle belles

beau (fr) και bel (μπροστά από φωνήεν, άφωνο h, μερικές εκφράσεις)

  1. ωραίος

Ουσιαστικό

beau (fr)

  1. το ωραίο

Επίρρημα

beau (fr)

  1. μάταια
    j'ai beau le lui dire, il fait la sourde oreille - του το λέω μάταια, κάνει πως δεν ακούει

Σύνθετα