μονοπώλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
      γενική του μονοπωλίου
μονοπώλιου
των μονοπωλίων
    αιτιατική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
     κλητική μονοπώλιο μονοπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοπώλιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μονοπώλιο ουδέτερο

  1. Πρότυπο:οικον → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)


Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μονοπωλιο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μονοπώλιο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μονοπωλιο».