quit: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
#: {{eg}} '''''Quit''' the juvenile behavior.''
#: {{eg}} '''''Quit''' the juvenile behavior.''
#:: '''Άσε''' τα παιδιάστικα καμώματα.
#:: '''Άσε''' τα παιδιάστικα καμώματα.
# [[διακόπτω]] μια [[συνήθεια]]
# {{ετ|πληροφ|en}} [[εξέρχομαι]] από πρόγραμμα, [[κλείνω]] το πρόγραμμα
# {{ετ|πληροφ|en}} [[εξέρχομαι]] από πρόγραμμα, [[κλείνω]] το πρόγραμμα



Τελευταία αναθεώρηση της 03:22, 24 Απριλίου 2024

ενεστώτας quit
γ΄ ενικό ενεστώτα quits
αόριστος quitted, quit
παθητική μετοχή quitted, quit
ενεργητική μετοχή quitting

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kwɪt/
 

quit (en)

  1. (ανεπίσημο) σταματώ, διακόπτω να κάνω κάτι
    They told him to quit smoking.
    Του είπαν να σταματήσει/διακόψει το κάπνισμα.
    Quit the juvenile behavior.
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
  2. (πληροφορική) εξέρχομαι από πρόγραμμα, κλείνω το πρόγραμμα