ελιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:ελιά, pl:ελιά, tr:ελιά
μ Ρομπότ: Προσθήκη: uk:ελιά
Γραμμή 198: Γραμμή 198:
[[pl:ελιά]]
[[pl:ελιά]]
[[tr:ελιά]]
[[tr:ελιά]]
[[uk:ελιά]]

Αναθεώρηση της 11:22, 13 Ιουνίου 2008

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελιά οι ελιές
      γενική της ελιάς των ελιών
    αιτιατική την ελιά τις ελιές
     κλητική ελιά ελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πρότυπο:-ετυμ-

ελιά < αρχαία ελληνική ἐλαία

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Πρότυπο:-ουσ-

δέντρο ελιάς
καρποί ελιάς

ελιά θηλυκό

  1. αιωνόβιο και αειθαλές δένδρο με στιλπνά ωοειδή φύλλα, στρεβλό (συνήθως) κορμό, με γκρίζο φλοιό και καρπό ωοειδούς σχήματος και πράσινο και σκληρό περικάρπιο, που, όταν ωριμάσει, μαυρίζει και μαλακώνει. Καλλιεργείται κυρίως στις μεσογειακές χώρες
    φυτεύω ελιές
    έχει ένα κτήμα με ελιές
    η θεά Αθηνά δώρισε στους Αθηναίους ένα κλαδί ελιάς
  2. (συνεκδοχικά) ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, που γίνεται βρώσιμος με ποικίλες ειδικές επεξεργασίες και είναι η πηγή για το μαγειρικό λάδι
    μου αρέσουν οι μαύρες ελιές
  3. μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος που συνήθως εξέχει κι οφείλεται στην υπερβολική έκκριση μελανίνης
    έχει μια ελιά στο μάγουλο

Πρότυπο:-εκφρ-

Πρότυπο:-συνων- ελιά (δένδρο)

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-