of: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{=nl=}} {{-συνδ-}} '''{{ξεν|nl|{{PAGENAME}}}}''' * ή |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(86 ενδιάμεσες εκδόσεις από 12 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-en-}}== |
|||
==={{πρόθεση|en}}=== |
|||
{{-συνδ-}} |
|||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
|||
# (''αποδίδεται με οποιαδήποτε από τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες'') [[μου]], [[σου]], [[του]], [[της]], [[των]]· που ανήκει σε κάποιον, που σχετίζεται με κάποιον |
|||
#: {{eg}} ''a friend '''of''' mine/yours'' - ένας φίλος '''μου'''/'''σου''' |
|||
#: {{eg}} ''the love '''of''' God'' - η αγάπη '''του''' Θεού |
|||
#: {{eg}} ''the legs '''of''' the horse'' - τα πόδια '''του''' αλόγου |
|||
#: {{eg}} ''the statue collection '''of''' the sculptor'' - η συλλογή αγαλμάτων '''του''' γλύπτη |
|||
#: {{eg}} ''paintings '''of''' Monet'' - πίνακες ζωγραφικής '''του''' Μονέ |
|||
# (''αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου'') που ανήκει σε κάτι, που είναι μέρος κάτι, που σχετίζεται με κάτι |
|||
#: {{eg}} ''a member '''of''' the team'' - μέλος '''της''' ομάδας |
|||
#: {{eg}} ''I am a man '''of''' letters and the arts.'' |
|||
#:: Είμαι άνθρωπος '''των''' γραμμάτων και των τεχνών. |
|||
#: {{eg}} ''the results '''of''' a competition/the exams'' - τα αποτελέσματα '''ενός''' διαγωνισμού/'''των''' εξετάσεων |
|||
#: {{eg}} ''the result '''of an accident''''' - το αποτέλεσμα '''ατυχήματος''' |
|||
#: {{eg}} ''a slice '''of''' bread/lemon/sausage'' - μια φέτα ψωμί/λεμόνι/λουκάνικο |
|||
#: {{eg}} ''a slice '''of''' cake/meat'' - ένα κομμάτι κέικ/κρέας |
|||
# (''αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου'') που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο ή ζει σε ένα μέρος |
|||
#: {{eg}} ''the population '''of''' Greece'' - ο πληθυσμός '''της''' Ελλάδας |
|||
#: {{eg}} ''a man '''of humble descent''''' - άνθρωπος '''ταπεινής καταγωγής''' |
|||
# (''αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επιθέτου'') [[για]], που δείχνει ή σχετίζεται με κάποιον ή κάτι |
|||
#: {{eg}} ''the fear '''of''' God'' - ο φόβος '''του''' Θεού |
|||
#: {{eg}} ''the Iliad '''of''' Homer'' - η Ιλιάς '''του''' Ομήρου |
|||
#: {{eg}} ''I made a statue '''of''' you.'' |
|||
#:: Έφτιαξα ένα άγαλμά '''σου'''. |
|||
#: {{eg}} ''the consequences '''of''' war'' - οι συνέπειες '''του''' πολέμου |
|||
#: {{eg}} ''There is no proof '''of''' that.'' |
|||
#:: Δεν υπάρχει απόδειξη '''για''' αυτό. |
|||
#: {{eg}} ''forms/types '''of government''''' - μορφές/είδη '''διακυβερνήσεως''' |
|||
#: {{eg}} ''forms/ways '''of worship''''' - μορφές/τρόποι '''λατρείας''' |
|||
#: {{eg}} ''We like her way '''of thinking'''!'' |
|||
#:: Μας αρέσει ο τρόπος '''σκέψης''' της! |
|||
# (''αποδίδεται κάποτε με το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου'') [[από]], [[με]], χρησιμοποιείται για να δηλώσει τι είναι, αποτελείται ή περιέχει κάποιος ή κάτι |
|||
#: {{eg}} ''a table '''of''' wood'' - ένα τραπέζι '''από''' ξύλο |
|||
#: {{eg}} ''It is one '''of''' his best works.'' |
|||
#:: Είναι ένα '''από''' τα καλύτερα του έργα. |
|||
#: {{eg}} ''strips '''of''' paper/metal'' - λουρίδες χαρτί/μετάλλου |
|||
#: {{eg}} ''The street is full '''of''' bikes.'' |
|||
#:: Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα. |
|||
#: {{eg}} ''I would like a bottle '''of''' water.'' |
|||
#:: θα ήθελα ένα μπουκάλι νερό. |
|||
#: {{eg}} ''a bottle '''of''' milk'' - ένα μπουκάλι ('''με''') γάλα |
|||
#: {{eg}} ''large amounts '''of debt''''' - τα μεγάλα ποσά '''οφειλών''' |
|||
# χρησιμοποιείται με μετρήσεις και εκφράσεις χρόνου, ηλικίας κτλ. |
|||
#: {{eg}} ''container with a capacity '''of''' one liter'' - δοχείο με χωρητικότητα ένα λίτρο/χωρητικότητας ενός λίτρου |
|||
#: {{eg}} ''the fourth '''of''' July'' - η τέταρτη Ιουλίου |
|||
#: {{eg}} ''a girl '''of''' ten years'' - κορίτσι δέκα χρονών |
|||
#: {{eg}} ''The proposal was adopted by a majority '''of''' 4.'' |
|||
#:: Η πρόταση υιοθετήθηκε με πλειοψηφία 4 ψήφων. |
|||
# [[από]], χρησιμοποιείται για να δείξει κάποιος ή κάτι ανήκει σε μια ομάδα |
|||
#: {{eg}} ''some '''of''' you'' - μερικοί '''από''' σας |
|||
#: {{eg}} ''for all '''of''' us'' - για όλους '''μας''' |
|||
# [[από]], [[παρά]], χρησιμοποιείται για να δείξει τη θέση κάποιου ή κάποιου στο χώρο ή στο χρόνο |
|||
#: {{eg}} ''within fifty yards '''of''' the station'' - σε πενήντα γυάρδες '''από''' το σταθμό |
|||
#: {{eg}} ''within in a year '''of''' his death'' - σε ένα χρόνο '''από''' το θάνατό του |
|||
#: {{eg}} ''at quarter '''of''' eleven'' - στις έντεκα '''παρά''' τέταρτο {{ετ|αμερ|en|00=-}} |
|||
# (''αποδίδεται κάποτε με το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου'') [[με]], χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικά που σχηματίζονται από ρήματα |
|||
#: {{eg}} ''My cousin has a large collection '''of''' paintings.'' |
|||
#:: Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή '''με''' πίνακες ζωγραφικής. |
|||
#: {{eg}} ''The import '''of fruit''' from other countries costs a lot.'' |
|||
#:: Η εισαγωγή '''φρούτων''' από άλλες χώρες κοστίζει πολύ. |
|||
#: {{eg}} ''I have a wonderful feeling '''of calm'''.'' |
|||
#:: Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα '''ηρεμίας'''. |
|||
# [[από]], χρησιμοποιείται πριν αναφερθεί κάποιος ή κάτι που μπλέκεται στη δράση |
|||
#: {{eg}} ''He was cleared '''of''' the accusation.'' |
|||
#:: Αθωώθηκε '''από''' την κατηγορία. |
|||
#: {{eg}} ''He died '''of''' hunger''.'' |
|||
#:: Πέθανε '''από''' πείνα. |
|||
#: {{eg}} ''They thought '''of''' giving me a gift.'' |
|||
#:: Σκέφτηκαν να μου δώσουν ένα δώρο. |
|||
# [[για]], [[σε]], [[να]], χρησιμοποιείται για να δηλώσει την εφαρμογή ενός επιθέτου |
|||
#: {{eg}} ''He is capable '''of''' everything.'' |
|||
#:: Είναι ικανός '''για''' όλα. |
|||
#: {{eg}} ''He was not considered worthy '''of''' the Nobel prize.'' |
|||
#:: Δεν κρίθηκε άξιος '''για''' το Nόμπελ. |
|||
#: {{eg}} ''She is proud '''of''' her children.'' |
|||
#:: Είναι περήφανη '''για''' τα παιδιά της. |
|||
#: {{eg}} ''The remained uncaring '''of''' our misery.'' |
|||
#:: Έμειναν αδιάφοροι '''στη''' δυστυχία μας. |
|||
#: {{eg}} ''The soccer has gotten tired '''of''' running.'' |
|||
#:: Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί '''να''' τρέχει. |
|||
# [[από]] μέρους, χρησιμοποιείται για να δώσω τη γνώμη μου για τη συμπεριφορά κάποιου |
|||
#: {{eg}} ''It was kind '''of''' you to help me.'' |
|||
#:: Ήταν ευγενικό '''από μέρους''' σας να με βοηθήσετε. |
|||
# χρησιμοποιείται όταν ένα ουσιαστικό περιγράφει ένα δεύτερο, για να δώσει επιθετική δύναμη σε προηγούμενο ουσιαστικό |
|||
#: {{eg}} ''an angel '''of''' a boy'' - ένα αγγελικό παιδί |
|||
#: {{eg}} ''your fool '''of''' a brother'' - ο ανόητος αδελφός σου |
|||
#: {{eg}} ''Where’s her rogue '''of''' a husband?'' |
|||
#:: Πού είναι ο αλητήριος ο άντρας της; |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{R:OxLD}} |
|||
---- |
|||
=={{-nl-}}== |
|||
==={{προφορά}}=== |
|||
: {{ήχος|nl}} |
|||
==={{σύνδεσμος|nl}}=== |
|||
{{τ|nl|{{PAGENAME}}}} |
|||
* [[ή]] |
* [[ή]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 02:29, 10 Μαρτίου 2024
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]of (en)
- (αποδίδεται με οποιαδήποτε από τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες) μου, σου, του, της, των· που ανήκει σε κάποιον, που σχετίζεται με κάποιον
- ↪ a friend of mine/yours - ένας φίλος μου/σου
- ↪ the love of God - η αγάπη του Θεού
- ↪ the legs of the horse - τα πόδια του αλόγου
- ↪ the statue collection of the sculptor - η συλλογή αγαλμάτων του γλύπτη
- ↪ paintings of Monet - πίνακες ζωγραφικής του Μονέ
- (αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου) που ανήκει σε κάτι, που είναι μέρος κάτι, που σχετίζεται με κάτι
- ↪ a member of the team - μέλος της ομάδας
- ↪ I am a man of letters and the arts.
- Είμαι άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών.
- ↪ the results of a competition/the exams - τα αποτελέσματα ενός διαγωνισμού/των εξετάσεων
- ↪ the result of an accident - το αποτέλεσμα ατυχήματος
- ↪ a slice of bread/lemon/sausage - μια φέτα ψωμί/λεμόνι/λουκάνικο
- ↪ a slice of cake/meat - ένα κομμάτι κέικ/κρέας
- (αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου) που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο ή ζει σε ένα μέρος
- ↪ the population of Greece - ο πληθυσμός της Ελλάδας
- ↪ a man of humble descent - άνθρωπος ταπεινής καταγωγής
- (αποδίδεται συχνά με τις γενικές προσωπικές αντωνυμίες ή το γενικό του ουσιαστικού και του επιθέτου) για, που δείχνει ή σχετίζεται με κάποιον ή κάτι
- ↪ the fear of God - ο φόβος του Θεού
- ↪ the Iliad of Homer - η Ιλιάς του Ομήρου
- ↪ I made a statue of you.
- Έφτιαξα ένα άγαλμά σου.
- ↪ the consequences of war - οι συνέπειες του πολέμου
- ↪ There is no proof of that.
- Δεν υπάρχει απόδειξη για αυτό.
- ↪ forms/types of government - μορφές/είδη διακυβερνήσεως
- ↪ forms/ways of worship - μορφές/τρόποι λατρείας
- ↪ We like her way of thinking!
- Μας αρέσει ο τρόπος σκέψης της!
- (αποδίδεται κάποτε με το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου) από, με, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τι είναι, αποτελείται ή περιέχει κάποιος ή κάτι
- ↪ a table of wood - ένα τραπέζι από ξύλο
- ↪ It is one of his best works.
- Είναι ένα από τα καλύτερα του έργα.
- ↪ strips of paper/metal - λουρίδες χαρτί/μετάλλου
- ↪ The street is full of bikes.
- Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
- ↪ I would like a bottle of water.
- θα ήθελα ένα μπουκάλι νερό.
- ↪ a bottle of milk - ένα μπουκάλι (με) γάλα
- ↪ large amounts of debt - τα μεγάλα ποσά οφειλών
- χρησιμοποιείται με μετρήσεις και εκφράσεις χρόνου, ηλικίας κτλ.
- ↪ container with a capacity of one liter - δοχείο με χωρητικότητα ένα λίτρο/χωρητικότητας ενός λίτρου
- ↪ the fourth of July - η τέταρτη Ιουλίου
- ↪ a girl of ten years - κορίτσι δέκα χρονών
- ↪ The proposal was adopted by a majority of 4.
- Η πρόταση υιοθετήθηκε με πλειοψηφία 4 ψήφων.
- από, χρησιμοποιείται για να δείξει κάποιος ή κάτι ανήκει σε μια ομάδα
- ↪ some of you - μερικοί από σας
- ↪ for all of us - για όλους μας
- από, παρά, χρησιμοποιείται για να δείξει τη θέση κάποιου ή κάποιου στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ within fifty yards of the station - σε πενήντα γυάρδες από το σταθμό
- ↪ within in a year of his death - σε ένα χρόνο από το θάνατό του
- ↪ at quarter of eleven - στις έντεκα παρά τέταρτο (αμερικανικά αγγλικά)
- (αποδίδεται κάποτε με το γενικό του ουσιαστικού και του επίθετου) με, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικά που σχηματίζονται από ρήματα
- ↪ My cousin has a large collection of paintings.
- Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
- ↪ The import of fruit from other countries costs a lot.
- Η εισαγωγή φρούτων από άλλες χώρες κοστίζει πολύ.
- ↪ I have a wonderful feeling of calm.
- Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα ηρεμίας.
- ↪ My cousin has a large collection of paintings.
- από, χρησιμοποιείται πριν αναφερθεί κάποιος ή κάτι που μπλέκεται στη δράση
- ↪ He was cleared of the accusation.
- Αθωώθηκε από την κατηγορία.
- ↪ He died of hunger.
- Πέθανε από πείνα.
- ↪ They thought of giving me a gift.
- Σκέφτηκαν να μου δώσουν ένα δώρο.
- ↪ He was cleared of the accusation.
- για, σε, να, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την εφαρμογή ενός επιθέτου
- ↪ He is capable of everything.
- Είναι ικανός για όλα.
- ↪ He was not considered worthy of the Nobel prize.
- Δεν κρίθηκε άξιος για το Nόμπελ.
- ↪ She is proud of her children.
- Είναι περήφανη για τα παιδιά της.
- ↪ The remained uncaring of our misery.
- Έμειναν αδιάφοροι στη δυστυχία μας.
- ↪ The soccer has gotten tired of running.
- Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί να τρέχει.
- ↪ He is capable of everything.
- από μέρους, χρησιμοποιείται για να δώσω τη γνώμη μου για τη συμπεριφορά κάποιου
- ↪ It was kind of you to help me.
- Ήταν ευγενικό από μέρους σας να με βοηθήσετε.
- ↪ It was kind of you to help me.
- χρησιμοποιείται όταν ένα ουσιαστικό περιγράφει ένα δεύτερο, για να δώσει επιθετική δύναμη σε προηγούμενο ουσιαστικό
- ↪ an angel of a boy - ένα αγγελικό παιδί
- ↪ your fool of a brother - ο ανόητος αδελφός σου
- ↪ Where’s her rogue of a husband?
- Πού είναι ο αλητήριος ο άντρας της;
Πηγές
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]of (nl)