warm: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} αντί του br clear |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(10 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{en-adj-er}} |
{{en-adj-er}} |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
# [[ζεστός]], [[ζεσταίνομαι]], σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο |
|||
* [[ζεστός]] |
|||
#: {{eg}} ''He sat in the garden taking in the '''warm''' spring sunshine.'' |
|||
#:: Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη '''ζέστη''' ανοιξιάτικη λιακάδα. |
|||
#: {{eg}} ''Come close to the fire to '''get warm'''.'' |
|||
#:: Έλα κοντά στη φωτιά να '''ζεσταθείς'''. |
|||
#: {{eg}} ''The weather started '''getting warmer'''.'' |
|||
#:: Ο καιρός άρχισε να '''ζεσταίνει'''. |
|||
# [[ζεστός]], που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό |
|||
#: {{eg}} '''''warm''' clothes/shoes'' - '''ζεστά''' ρούχα/παπούτσια |
|||
# [[θερμός]], [[ζεστός]], που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη |
|||
#: {{eg}} ''The two men exchanged a '''warm''' handshake with their faces turned towards the cameras.'' |
|||
#:: Οι δύο άντρες αντάλλασσαν '''θερμή''' χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες. |
|||
#: {{eg}} ''Give him my '''warmest''' thanks.'' |
|||
#:: Διαβίβασέ του τις '''θερμότητες''' ευχαριστίες μου. |
|||
#: {{eg}} ''a '''warm''' and friendly environment'' - '''ζεστό''' και φιλικό περιβάλλον |
|||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
==={{ρήμα|en}}=== |
==={{ρήμα|en}}=== |
||
{{en-verb- |
{{en-verb-'ask'}} |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
* [[ζεσταίνω]] |
* {{μτβ+αμτβ}} [[ζεσταίνω]], [[ζεσταίνομαι]] |
||
*: {{eg}} '''''I’m warming''' my hands at the fire.'' |
|||
*:: '''Ζεσταίνω''' τα χέρια μου στη φωτιά. |
|||
*: {{eg}} ''He blew on his fingers to '''warm''' them.'' |
|||
*:: Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα '''ζεστάνει'''. |
|||
*: {{eg}} ''Come and '''warm yourself''' by the fire.'' |
|||
*:: Έλα κοντά στη φωτιά να '''ζεσταθείς'''. |
|||
*: {{eg}} '''''I warmed up''' in the sun.'' |
|||
*:: '''Ζεστάθηκα''' στον ήλιο. |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* |
* {{l|warm the bench|en}} |
||
===={{παράγωγα}}==== |
|||
{{((|κολόνες=2|width=90%|{{l|phrasal verb|en|Phrasal Verbs}}}} |
|||
* {{l|warm to|en}} |
|||
* {{l|warm towards|en}} |
|||
* {{l|warm up|en}} |
|||
{{))}} |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{R:OxLD|warm_1|warm (adjective)}} |
|||
* {{R:OxLD|warm_2|warm (verb)}} |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 54: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
:{{ήχος|de}} |
: {{ήχος|de}} |
||
==={{επίθετο|de}}=== |
==={{επίθετο|de}}=== |
Τελευταία αναθεώρηση της 21:19, 2 Μαΐου 2024
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | warm |
συγκριτικός | warmer |
υπερθετικός | warmest |
warm (en)
- ζεστός, ζεσταίνομαι, σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
- ↪ He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
- Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
- ↪ Come close to the fire to get warm.
- Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
- ↪ The weather started getting warmer.
- Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
- ↪ He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
- ζεστός, που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
- ↪ warm clothes/shoes - ζεστά ρούχα/παπούτσια
- θερμός, ζεστός, που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
- ↪ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
- Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
- ↪ Give him my warmest thanks.
- Διαβίβασέ του τις θερμότητες ευχαριστίες μου.
- ↪ a warm and friendly environment - ζεστό και φιλικό περιβάλλον
- ↪ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | warm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms |
αόριστος | warmed |
παθητική μετοχή | warmed |
ενεργητική μετοχή | warming |
warm (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
- ↪ I’m warming my hands at the fire.
- Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
- ↪ He blew on his fingers to warm them.
- Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
- ↪ Come and warm yourself by the fire.
- Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
- ↪ I warmed up in the sun.
- Ζεστάθηκα στον ήλιο.
- ↪ I’m warming my hands at the fire.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]warm (de)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- συγκριτικός βαθμός: wärmer