warm: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +th:warm
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
(41 ενδιάμεσες εκδόσεις από 8 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=en=}}
=={{-en-}}==


{{-επιθ-|en}}
==={{επίθετο|en}}===
{{en-adj-er}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
# [[ζεστός]], [[ζεσταίνομαι]], σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
* [[ζεστός]]
#: {{eg}} ''He sat in the garden taking in the '''warm''' spring sunshine.''
#:: Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη '''ζέστη''' ανοιξιάτικη λιακάδα.
#: {{eg}} ''Come close to the fire to '''get warm'''.''
#:: Έλα κοντά στη φωτιά να '''ζεσταθείς'''.
#: {{eg}} ''The weather started '''getting warmer'''.''
#:: Ο καιρός άρχισε να '''ζεσταίνει'''.
# [[ζεστός]], που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
#: {{eg}} '''''warm''' clothes/shoes'' - '''ζεστά''' ρούχα/παπούτσια
# [[θερμός]], [[ζεστός]], που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
#: {{eg}} ''The two men exchanged a '''warm''' handshake with their faces turned towards the cameras.''
#:: Οι δύο άντρες αντάλλασσαν '''θερμή''' χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
#: {{eg}} ''Give him my '''warmest''' thanks.''
#:: Διαβίβασέ του τις '''θερμότητες''' ευχαριστίες μου.
#: {{eg}} ''a '''warm''' and friendly environment'' - '''ζεστό''' και φιλικό περιβάλλον

{{clear}}
==={{ρήμα|en}}===
{{en-verb-'ask'}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
* {{μτβ+αμτβ}} [[ζεσταίνω]], [[ζεσταίνομαι]]
*: {{eg}} '''''I’m warming''' my hands at the fire.''
*:: '''Ζεσταίνω''' τα χέρια μου στη φωτιά.
*: {{eg}} ''He blew on his fingers to '''warm''' them.''
*:: Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα '''ζεστάνει'''.
*: {{eg}} ''Come and '''warm yourself''' by the fire.''
*:: Έλα κοντά στη φωτιά να '''ζεσταθείς'''.
*: {{eg}} '''''I warmed up''' in the sun.''
*:: '''Ζεστάθηκα''' στον ήλιο.

===={{εκφράσεις}}====
* {{l|warm the bench|en}}

===={{παράγωγα}}====
{{((|κολόνες=2|width=90%|{{l|phrasal verb|en|Phrasal Verbs}}}}
* {{l|warm to|en}}
* {{l|warm towards|en}}
* {{l|warm up|en}}
{{))}}

==={{πηγές}}===
* {{R:OxLD|warm_1|warm (adjective)}}
* {{R:OxLD|warm_2|warm (verb)}}


----

=={{-de-}}==


==={{προφορά}}===
{{=de=}}
: {{ήχος|de}}


{{-επιθ-|de}}
==={{επίθετο|de}}===
{{τ|de|{{PAGENAME}}}}
{{τ|de|{{PAGENAME}}}}
* [[ζεστός]]
* [[ζεστός]]


===={{παράγωγα}}====
[[ar:warm]]
* {{συγκρ}}: [[wärmer]]
[[br:warm]]
[[de:warm]]
[[en:warm]]
[[eo:warm]]
[[es:warm]]
[[fi:warm]]
[[fr:warm]]
[[fy:warm]]
[[hu:warm]]
[[id:warm]]
[[io:warm]]
[[it:warm]]
[[ja:warm]]
[[kk:warm]]
[[ko:warm]]
[[ku:warm]]
[[lo:warm]]
[[lt:warm]]
[[nl:warm]]
[[pl:warm]]
[[pt:warm]]
[[ru:warm]]
[[simple:warm]]
[[sv:warm]]
[[ta:warm]]
[[te:warm]]
[[th:warm]]
[[tr:warm]]
[[uk:warm]]
[[vi:warm]]
[[zh:warm]]

Τελευταία αναθεώρηση της 21:19, 2 Μαΐου 2024

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός warm
συγκριτικός warmer
υπερθετικός warmest

warm (en)

  1. ζεστός, ζεσταίνομαι, σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
    He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
    Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
    Come close to the fire to get warm.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    The weather started getting warmer.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
  2. ζεστός, που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
    warm clothes/shoes - ζεστά ρούχα/παπούτσια
  3. θερμός, ζεστός, που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
    The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
    Give him my warmest thanks.
    Διαβίβασέ του τις θερμότητες ευχαριστίες μου.
    a warm and friendly environment - ζεστό και φιλικό περιβάλλον
ενεστώτας warm
γ΄ ενικό ενεστώτα warms
αόριστος warmed
παθητική μετοχή warmed
ενεργητική μετοχή warming

warm (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
    I’m warming my hands at the fire.
    Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
    He blew on his fingers to warm them.
    Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
    Come and warm yourself by the fire.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    I warmed up in the sun.
    Ζεστάθηκα στον ήλιο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

warm (de)

Παράγωγα

[επεξεργασία]