μονοπώλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
* [[αντιμονοπωλιακός]]
* [[αντιμονοπωλιακός]]
* [[κρατικομονοπωλιακός]]
* [[κρατικομονοπωλιακός]]
* [[μονοπωλημένος]]
* [[μονοπώληση]]
* [[μονοπώληση]]
* [[μονοπωλιακά]]
* [[μονοπωλιακά]]
Γραμμή 79: Γραμμή 80:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Τελευταία αναθεώρηση της 14:43, 19 Ιουλίου 2022

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
      γενική του μονοπωλίου
μονοπώλιου
των μονοπωλίων
    αιτιατική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
     κλητική μονοπώλιο μονοπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονοπώλιο < αρχαία ελληνική μονοπώλιον < μόνος + πωλέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοπώλιο ουδέτερο

  1. (οικονομία) η κατάσταση κατά την οποία μία μόνο επιχείρηση ή φορέας έχει τη δυνατότητα να πωλεί ένα συγκεκριμένο προϊόν
    παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό μονοπώλιο
  2. πολύ μεγάλου μεγέθους επιχείρηση η οποία δεσπόζει στην αγορά και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους, αντίθετα με ό,τι προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]