μονοπώλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
 
(9 ενδιάμεσες εκδόσεις από 4 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'πρόσωπο'}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|μονοπώλιον}} < [[μόνος]] + [[πωλέω]]

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# {{οικον}} η κατάσταση κατά την οποία μία μόνο επιχείρηση ή φορέας έχει τη δυνατότητα να [[πωλώ|πωλεί]] ένα συγκεκριμένο προϊόν
# {{ετ|οικον}} η [[κατάσταση]] κατά την οποία μία μόνο [[επιχείρηση]] ή [[φορέας]] έχει τη [[δυνατότητα]] να [[πωλώ|πωλεί]] ένα συγκεκριμένο [[προϊόν]]
#: ''παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό '''μονοπώλιο'''''
#: ''παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό '''μονοπώλιο'''''
# πολύ μεγάλου μεγέθους επιχείρηση η οποία δεσπόζει στην αγορά και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους - αντίθετα με ό,τι προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού
# πολύ μεγάλου μεγέθους [[επιχείρηση]] η οποία δεσπόζει στην [[αγορά]] και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους, [[αντίθετα]] με [[ό,τι]] προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού

===={{συγγενικά}}====
* [[αμονοπώλητος]]
* [[αντιμονοπωλιακά]]
* [[αντιμονοπωλιακός]]
* [[κρατικομονοπωλιακός]]
* [[μονοπωλημένος]]
* [[μονοπώληση]]
* [[μονοπωλιακά]]
* [[μονοπωλιακός]]
* [[μονοπωλιακώς]]
* [[μονοπωλώ]]
* {{βλ|μόνος|πωλώ}}


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
Γραμμή 16: Γραμμή 28:
* [[τραστ]]
* [[τραστ]]
* [[καρτέλ]]
* [[καρτέλ]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|monopoly}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 48: Γραμμή 59:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 71: Γραμμή 80:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Τελευταία αναθεώρηση της 14:43, 19 Ιουλίου 2022

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
      γενική του μονοπωλίου
μονοπώλιου
των μονοπωλίων
    αιτιατική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
     κλητική μονοπώλιο μονοπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονοπώλιο < αρχαία ελληνική μονοπώλιον < μόνος + πωλέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοπώλιο ουδέτερο

  1. (οικονομία) η κατάσταση κατά την οποία μία μόνο επιχείρηση ή φορέας έχει τη δυνατότητα να πωλεί ένα συγκεκριμένο προϊόν
    παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό μονοπώλιο
  2. πολύ μεγάλου μεγέθους επιχείρηση η οποία δεσπόζει στην αγορά και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους, αντίθετα με ό,τι προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]