ηλιακός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
 
(9 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἡλιακός}}
{{δείτε|ἡλιακός}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἡλιακός}} < [[ἥλιος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|0=-|grc-koi|el|ἡλιακός}} < [[ἥλιος]]


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|i.li.a.ˈkɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|el|i.li.aˈkos}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
==={{πολυλεκτικοί όροι}}===
==={{πολυλεκτικοί όροι}}===
* [[ηλιακό πλέγμα]]
* [[ηλιακό πλέγμα]]
* [[ηλιακό ρολόι]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 24: Γραμμή 25:
# ο ηλιακός [[θερμοσίφωνας]], συσκευή που συλλέγει την ηλιακή ακτινοβολία και παρέχει στο οικιακό δίκτυο ζεστό νερό
# ο ηλιακός [[θερμοσίφωνας]], συσκευή που συλλέγει την ηλιακή ακτινοβολία και παρέχει στο οικιακό δίκτυο ζεστό νερό
# {{κυπρ}} δωμάτιο με ήλιο
# {{κυπρ}} δωμάτιο με ήλιο
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 45: Γραμμή 46:
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 10:20, 30 Ιανουαρίου 2022

Δείτε επίσης: ἡλιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιακός η ηλιακή το ηλιακό
      γενική του ηλιακού της ηλιακής του ηλιακού
    αιτιατική τον ηλιακό την ηλιακή το ηλιακό
     κλητική ηλιακέ ηλιακή ηλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιακοί οι ηλιακές τα ηλιακά
      γενική των ηλιακών των ηλιακών των ηλιακών
    αιτιατική τους ηλιακούς τις ηλιακές τα ηλιακά
     κλητική ηλιακοί ηλιακές ηλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιακός < ελληνιστική κοινή ἡλιακός < ἥλιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.li.aˈkos/

Επίθετο

[επεξεργασία]

ηλιακός, -ή, -ό

  1. που ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από αυτόν
    ηλιακή ακτινοβολία
  2. που συμφωνεί με την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο
    ηλιακό έτος
  3. που επιτελεί τη λειτουργία του αξιοποιώντας τις ακτίνες του ήλιου
    ηλιακό ρολόι, ηλιακός θερμοσίφωνας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλιακός αρσενικό

  1. ο ηλιακός θερμοσίφωνας, συσκευή που συλλέγει την ηλιακή ακτινοβολία και παρέχει στο οικιακό δίκτυο ζεστό νερό
  2. (κυπριακά) δωμάτιο με ήλιο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]