Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πυρετός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πυρετός
Ένα υδραργυρικό ιατρικό θερμόμετρο στόματος, που δείχνει τη θερμοκρασία σώματος στους 38.8 °C ή 101.8 °F
Ταξινόμηση
ICD-10R50
ICD-9780.6
DiseasesDB5938
MedlinePlus003090
eMedicinemed/785
MeSHD005334

Ο πυρετός (επίσης γνωστός ως πυρεξία ή εμπύρετη απόκριση)[1] είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ιατρικά συμπτώματα και χαρακτηρίζεται από την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από το φυσιολογικό εύρος των 36,5-36,7 °C (97,7–99,5 °F), εξαιτίας της ανόδου του σημείου ρύθμισης της θερμοκρασίας[2][3]. Αυτή η αύξηση του σημείου ρύθμισης προκαλεί την αύξηση του μυικού τόνου και ρίγη.

Καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία ενός ατόμου, το άτομο, σε γενικές γραμμές αισθάνεται πως κρυώνει, παρά την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος του. Όταν η θερμοκρασία του σώματος ανέλθει στο νέο σημείο ρύθμισης της θερμοκρασίας, το άτομο ζεσταίνεται. Η ταχεία μείωση της θερμοκρασίας μπορεί να συνοδεύεται από εφίδρωση και αίσθημα ζέστης.

Ο πυρετός μπορεί να προκληθεί από πολλές ιατρικές καταστάσεις, οι οποίες είναι από καλοήθεις έως και δυνητικά σοβαρές. Κάποιες έρευνες υποδεικνύουν πως ο πυρετός χρησιμεύει ως αμυντικός μηχανισμός, καθώς η ανοσολογική απάντηση του οργανισμού μπορεί να γίνει πιο ισχυρή υπό υψηλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά της χρησιμότητας του πυρετού και το θέμα είναι αμφιλεγόμενο. Με εξαίρεση τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, η θεραπεία για τη μείωση του πυρετού συχνά δεν είναι απαραίτητη. Παρόλα αυτά, οι αντιπυρετικές θεραπείες μπορεί να είναι αποτελεσματικές στη μείωση της θερμοκρασίας, γεγονός που βοηθά τον πάσχοντα να νιώσει καλύτερα.

Ο πυρετός διαφέρει από την υπερθερμία που δεν έχει αντιμετωπιστεί.[1] Στην υπερθερμία η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται πάνω από το σημείο θερμορύθμισης του οργανισμού, λόγω της υπερβολικής παραγωγής θερμότητας ή της ανεπαρκούς θερμορύθμισης.

Η φυσιολογική θερμοκρασία σώματος παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα.[4] Γενικά είναι αποδεκτό πως κάποιος έχει πυρετό εάν η αυξημένη θερμοκρασία οφείλεται σε άνοδο του σημείου ρύθμισης και:

  • Η θερμοκρασία στον πρωκτό είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37,5–38,3 °C (99,5–100,9 °F)[1][4]
  • Η θερμοκρασία στο στόμα είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37,7 °C (99,9 °F)[5]
  • Η θερμοκρασία κάτω από το χέρι (μασχάλη) ή στο αυτί είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37.2 °C (99.0 °F)

Στους υγιείς ενήλικες, άντρες και γυναίκες, η φυσιολογική θερμοκρασία κυμαίνεται στη στοματική κοιλότητα μεταξύ 33,2–38,2 °C (91,8–100,8 °F), στον πρωκτό 34,4–37,8 °C (93,9–100,0 °F), στην τυμπανική μεμβράνη(τύμπανο του ωτός) 35,4–37,8 °C (95,7–100,0 °F) και στη μασχάλη 35,5–37,0 °C (95,9–98,6 °F).[6] Το εγχειρίδιο εσωτερικής παθολογίας Harrison's ορίζει ως πυρετό την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από >37,2 °C (>98,9 °F) κατά τις πρωινές ώρες ή την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από >37,7 °C (>99,9 °F) κατά τις απογευματινές ώρες, ενώ η θερμοκρασία μπορεί φυσιολογικά να μεταβληθεί κατά 0,5 °C (0,9 °F) κατά τη διάρκεια της ημέρας.[7]

Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος κάθε ατόμου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η ώρα της ημέρας, η θερμοκρασία περιβάλλοντος, το επίπεδο δραστηριότητάς του και άλλα. Η αυξημένη θερμοκρασία δεν είναι πάντα πυρετός. Για παράδειγμα, η θερμοκρασία ενός υγιούς ανθρώπου αυξάνεται όταν αυτός ασκείται, αλλά δεν έχει πυρετό, διότι το σημείο ρύθμισης είναι φυσιολογικό. Από την άλλη πλευρά, μια «φυσιολογική» θερμοκρασία μπορεί να είναι πυρετός, όταν είναι ασυνήθιστα υψηλή για το συγκεκριμένο άτομο. Λόγου χάρη, οι ιατρικά ευπαθείς ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν μειωμένη ικανότητα παραγωγή θερμότητας, οπότε η θερμοκρασία των 37,3 °C (99,1 °F) που θεωρείται φυσιολογική μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν κλινικά σημαντικό πυρετό.

Οι διάφοροι τύποι πυρετού: A) Συνεχής πυρετός B) Συνεχής πυρετός με απότομη έναρξη και ύφεση C) Διαλείπων πυρετός D) Υφέσιμος πυρετός E) Πυρετός που εμφανίζεται κατά κύματα F) Υποτροπιάζων πυρετός

Το πρότυπο των διακυμάνσεων της θερμοκρασίας μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει έμμεσα στη διάγνωση:

  • Συνεχής πυρετός:  Η θερμοκρασία παραμένει πάνω από την κανονική κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις μεγαλύτερες του 1 °C σε 24 ώρες, όπως π.χ. στη λοβώδη πνευμονία, τον τυφοειδή πυρετό, σε λοιμώξεις των ουροφόρων οδών, βρουκέλλωση ή τύφο. Ο τυφοειδής πυρετός μπορεί να παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο πρότυπο( καμπύλη Wunderlich του τυφοειδούς πυρετού), με μια βραδεία και σταδιακή αύξηση και ένα υψηλό πλατώ.( Η πτώση εξαιτίας αντιπυρετικών φαρμάκων δεν περιλαμβάνεται).
  • Υφέσιμος πυρετός: Χαρακτηρίζεται από ημερήσιες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας του 1 °C, αλλά ο πυρετός ποτέ δεν υποχωρεί στα φυσιολογικά επίπεδα. Συνήθως ο πυρετός παρουσιάζει πρωινές υφέσεις και απογευματινές εξάρσεις, αλλά σπανίως διατρέχει και αντίστροφα, οπότε αποκαλείται και ανάστροφος πυρετός. Π.χ. ελονοσία, σπλαχνική λεϊσμανίαση, πυαιμία ή σηψαιμία.
  • Διαλείπων πυρετός: Χαρακτηρίζεται από ταχεία άνοδο του πυρετού σε υψηλά επίπεδα έως 40-41 °C, τη διατήρηση του για ώρες στα επίπεδα αυτά, αλλά και την ταχεία πτώση του, μέσα στο 24ωρο, στα φυσιολογικά επίπεδα ή και κάτω από αυτά (υποθερμία), (π.χ. λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα ???) Οι τύποι του διαλείποντος πυρετού είναι:[8]
  1. Αμφιμερινός πυρετός με περιοδικότητα 24 ωρών, τυπικό χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium falciparum ή Plasmodium knowlesi' 
  2. Τριταίος πυρετός (περιοδικότητα 48 ωρών), χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium vivax ή Plasmodium ovale' 
  3. Τεταρταίος πυρετός (περιοδικότητα 72 ωρών), χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium malariae' 
  • Pel-Ebstein πυρετός: Ένας συγκεκριμένος τύπος πυρετού που σχετίζεται με το λέμφωμα Hodgkin. Η θερμοκρασία παραμένει υψηλή για μια βδομάδα, ενώ μειώνεται την επόμενη και ούτω καθεξής. Ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες για το αν αυτό το πρότυπο όντως ισχύει.[9]

Ο ουδετεροπενικός πυρετός, γνωστός και ως εμπύρετη ουδετεροπενία, είναι ο πυρετός που εμφανίζεται εξαιτίας της μη φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Εξαιτίας της έλλειψης των ουδετερόφιλων που αντιμετωπίζουν τις λοιμώξεις, μια βακτηριακή λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί ταχέως, γι' αυτό και ο συγκεκριμένος πυρετός απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα. Αυτός ο τύπος πυρετού εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική χημειοθεραπεία παρά σε υγιείς ανθρώπους.

Το «πυρέτιον» είναι ένας παλιός όρος που χρησιμοποιούταν για το χαμηλό πυρετό, ειδικά αν η αιτία ήταν άγνωστη, δεν υπήρχαν άλλα συμπτώματα και ο ασθενής είχε αναρρώσει πλήρως σε λιγότερο από μια βδομάδα.[10] 

Η υπερπυρεξία είναι πυρετός με αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος ίση ή μεγαλύτερη από τους 41,5 °C (106,7 °F).[11] Η τόσο υψηλή θερμοκρασία θεωρείται επείγον περιστατικό και μπορεί να υποδεικνύει σοβαρές ιατρικές καταστάσεις ή να οδηγήσει σε σημαντικές παρενέργειες.[12] Η πιο συχνή αιτία είναι η ενδοκρανιακή αιμορραγία.[11] Άλλες πιθανές αιτίες είναι η  σηψαιμία, το σύνδρομο Kawasaki,[13] το σύνδρομο κακοήθους ουδετεροπενίας, παρενέργειες φαρμάκων, το σύνδρομο της σεροτονίνης και η καταιγίδα του θυρεοειδούς.[12] Οι λοιμώξεις είναι οι πιο συνηθισμένες αιτίες πυρετού, αλλά καθώς η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται, άλλες αιτίες γίνονται πιο πιθανές.[12] Οι λοιμώξεις που κατά κανόνα συσχετίζονται με την υπερπυρεξία περιλαμβάνουν  τη ροδάνθη, την ιλαρά και λοιμώξεις από εντεροϊό.[13] Η απότομη μείωση της θερμοκρασίας κάτω από τους 38,9 °C (102,0 °F) έχει αποδειχθεί πως αυξάνει την επιβίωση[12]. Η υπερπυρεξία διαφέρει από την υπερθερμία, καθώς στην υπερπυρεξία ο θερμορυθμιστικός μηχανισμός του σώματος αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος πάνω από τη φυσιολογική και έπειτα παράγει θερμότητα για την επίτευξη αυτής της θερμοκρασίας, ενώ στην υπερθερμία η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται πάνω από το ρυθμιστικό σημείο εξαιτίας ενός εξωγενούς παράγοντα.[11]

Η υπερθερμία είναι ένα παράδειγμα υψηλής θερμοκρασίας που δεν είναι πυρετός. Προκαλείται από πολλούς παράγοντες, όπως η θερμοπληξία, το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, η κακοήθης υπερθερμία, διεγερτικά όπως οι αμφεταμίνες και η κοκαΐνη, η ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση του οργανισμού σε φάρμακα και το σύνδρομο της σεροτονίνης.

Σημεία και συμπτώματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Michael Ancher, "Το άρρωστο κορίτσι", 1882, Statens Museum for Kunst

Ο πυρετός συνήθως συνοδεύεται από τη «συμπεριφορά ασθένειας», η οποία περιλαμβάνει λήθαργο, κατάθλιψη, ανορεξία, υπνηλία, υπεραλγησία και έλλειψη συγκέντρωσης.[14][15][16]

Διαφορική διάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πυρετός είναι ένα κοινό σύμπτωμα σε πολλές ιατρικές καταστάσεις:

Ο πυρετός που επιμένει και δεν μπορεί να εξηγηθεί έπειτα από επαναλαμβανόμενες ιατρικές εξετάσεις ρουτίνας ονομάζεται πυρετός αγνώστου αιτιολογίας.

Υπερθερμία: Χαρακτηρίζεται στα αριστερά. Η κανονική θερμοκρασία του σώματος (θερμορυθμιστικό σημείο) εμφανίζεται με πράσινο χρώμα, ενώ η θερμοκρασία της υπερθερμίας εμφανίζεται με κόκκινο χρώμα. Όπως μπορεί να φανεί, η υπερθερμία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια αύξηση πάνω από το θερμορυθμιστικό σημείο. Υποθερμία: Χαρακτηρίζεται στο κέντρο: Η κανονική θερμοκρασία του σώματος φαίνεται στο πράσινο χρώμα, ενώ η υποθερμική θερμοκρασία παρουσιάζεται σε μπλε χρώμα.Όπως μπορεί να φανεί, η υποθερμία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μία μείωση κάτω από το θερμορυθμιστικό σημείο. Πυρετός: Χαρακτηρίζεται στα δεξιά: Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος εμφανίζεται με πράσινο χρώμα. Αναγράφει "Νέο Φυσιολογικό", επειδή το θερμορυθμιστικό σημείο έχει αυξηθεί. Αυτό έχει προκαλέσει τη θεώρηση της φυσιολογικής θερμοκρασίας του σώματος (σε μπλε) ως υποθερμικής.

Η θερμοκρασία ρυθμίζεται στον υποθάλαμο. Ένας παράγοντας του πυρετού που ονομάζεται πυρετογόνο προκαλεί την απελευθέρωση της προσταγλανδίνης E2 (PGE2). Έπειτα η PGE2 δρα με τη σειρά της στον υποθάλαμο, ο οποίος παράγει μία συστηματική απόκριση στο υπόλοιπο σώμα, προκαλώντας φαινόμενα θερμογένεσης που οδηγούν σε ένα νέο επίπεδο θερμοκρασίας.

Από πολλές απόψεις, ο υποθάλαμος λειτουργεί σαν θερμοστάτης.[17] Όταν το σημείο ρύθμισης αυξάνεται, το σώμα αυξάνει τη θερμοκρασία του μέσω ενεργούς παραγωγής θερμότητας αλλά και διατήρησής της. Η αγγειοσυστολή μειώνει την απώλεια θερμότητας μέσω του δέρματος και κάνει το άτομο να αισθάνεται κρύο. Αν αυτά τα μέτρα είναι ανεπαρκή για να κάνουν τη θερμοκρασία του αίματος στον εγκέφαλο να ταιριάζει με τη νέα ρύθμιση του υποθαλάμου, τότε αρχίζει το ρίγος με σκοπό την παραγωγή περισσότερης θερμότητας από την κίνηση των μυών. Όταν ο πυρετός σταματά και η ρύθμιση του υποθαλάμου καθίσταται χαμηλότερη, οι αντίστροφες διεργασίες (αγγειοδιαστολή, τέλος του ρίγους και παραγωγή θερμότητας χωρίς ρίγος) και η εφίδρωση χρησιμοποιούνται για να δροσίσουν το σώμα σύμφωνα με τη νέα χαμηλότερη ρύθμιση.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την υπερθερμία, στην οποία η κανονική ρύθμιση παραμένει, και το σώμα υπερθερμαίνεται μέσω ανεπιθύμητης κατακράτησης της περίσσειας θερμότητας ή υπερπαραγωγής θερμότητας.[17] Η υπερθερμία είναι συνήθως το αποτέλεσμα ενός υπερβολικά ζεστού περιβάλλοντος (θερμοπληξία) ή μιας δυσμενούς αντίδρασης σε φάρμακα. Ο πυρετός μπορεί να διαφοροποιηθεί από την υπερθερμία από τις περιστάσεις που τον περιβάλλουν και την απόκρισή του σε αντιπυρετικά φάρμακα.

Το πυρετογόνο είναι μία ουσία που προκαλεί πυρετό. Μπορεί να είναι είτε εσωτερικό (ενδογενές) είτε εξωτερικό (εξωγενές) στο σώμα. Η βακτηριακή ουσία λιποπολυσακχαρίτης (LPS), που βρίσκεται στο κυτταρικό τοίχωμα ορισμένων βακτηρίων, είναι ένα παράδειγμα εξωγενούς πυρετογόνου. Η πυρετογένεση μπορεί να ποικίλει: σε κάποια ακραία παραδείγματα, μερικά βακτηριακά πυρετογόνα γνωστά ως υπεραντιγόνα μπορούν να προκαλέσουν ταχείς και επικίνδυνους πυρετούς. Η αποπυρετογόνωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω διήθησης, απόσταξης, χρωματογραφίας, ή απενεργοποίησης.

Στην ουσία, όλα τα ενδογενή πυρετογόνα είναι κυτοκίνες, μόρια που είναι μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος. Παράγονται από ενεργοποιημένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και προκαλούν την αύξηση του θερμορυθμιστικού σημείου στον υποθάλαμο. Μείζονα ενδογενή πυρετογόνα είναι η ιντερλευκίνη 1 (α και β) [18] και η ιντερλευκίνη 6 (IL-6). Στα λιγότερο σημαντικά ενδογενή πυρετογόνα περιλαμβάνονται η ιντερλευκίνη-8, ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-β, η φλεγμονώδης πρωτεΐνη μακροφάγων-α και η φλεγμονώδης πρωτεΐνη μακροφάγων-β, όπως και η ιντερφερόνη-α, η ιντερφερόνη-β και η ιντερφερόνη-γ[18]. Επίσης ως πυρετογόνο δρα και ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-α. Μεσολαβεί απελευθέρωση ιντερλευκίνης-1 (IL-1)[19].

Αυτοί οι παράγοντες κυτοκίνης απελευθερώνονται στη γενική κυκλοφορία, όπου μεταναστεύουν στα περικοιλιακά όργανα του εγκεφάλου λόγω της ευκολότερης απορρόφησης που προκαλείται από τη μειωμένη δράση διήθησης του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Έπειτα οι παράγοντες κυτοκίνης συνδέονται με ενδοθηλιακούς υποδοχείς σε αγγειακά τοιχώματα, ή αλληλεπιδρούν με τοπικά μικρογλοιακά κύτταρα. Όταν αυτοί οι παράγοντες κυτοκίνης συνδέονται, η οδός του αραχιδονικού οξέος είναι πλέον ενεργοποιημένη.

Ένα μοντέλο για το μηχανισμό του πυρετού που προκαλείται από εξωγενή πυρετογόνα περιλαμβάνει το LPS, το οποίο είναι ένα συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος των gram-αρνητικών βακτηρίων. Μια ανοσολογική πρωτεΐνη που ονομάζεται πρωτεΐνη δέσμευσης λιποπολυσακχαρίτη (LBP) συνδέεται στο LPS. Το σύμπλοκο LBP-LPS στη συνέχεια συνδέεται στον υποδοχέα CD14 ενός κοντινού μακροφάγου. Αυτή η σύνδεση έχει ως αποτέλεσμα τη σύνθεση και απελευθέρωση ποικίλων ενδογενών παραγόντων κυτοκίνης, όπως η ιντερλευκίνη 1 (IL-1), η ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων-α. Με άλλα λόγια, οι εξωγενείς παράγοντες προκαλούν την απελευθέρωση των ενδογενών παραγόντων, οι οποίοι με τη σειρά τους ενεργοποιούν την οδό του αραχιδονικού οξέος.

Η απελευθέρωση PGE2 προέρχεται από την οδό του αραχιδονικού οξέος. Αυτή η οδός (όσον αφορά τον πυρετό), διαμεσολαβείται από τα ένζυμα φωσφολιπάση Α2 (PLA2), κυκλοοξυγενάση-2 (COX-2), και προσταγλανδίνη Ε2 συνθετάση. Αυτά τα ένζυμα τελικά μεσολαβούν στη σύνθεση και απελευθέρωση του PGE2.

Ο PGE2 είναι ο τελικός μεσολαβητής της εμπύρετης απόκρισης. Η θερμοκρασία του σημείου ρύθμισης του σώματος θα παραμείνει ανεβασμένη μέχρι ο PGE2 να μην είναι πλέον παρών. Ο PGE2 δρα σε νευρώνες στην προοπτική περιοχή (POA) μέσω του υποδοχέα 3 της προσταγλανδίνης Ε (EP3). Οι νευρώνες που εκφράζουν τον EP3 στην POA νευρώνουν το μεσοραχιαίο υποθάλαμο (DMH), τον ωχρό πυρήνα ραφής στον προμήκη μυελό (rRPa), και τον παρακοιλιακό πυρήνα (PVN) του υποθαλάμου. Σήματα πυρετού που αποστέλλονται στους DMH και rRPa οδηγούν σε διέγερση του συμπαθητικού συστήματος εξόδου, το οποίο προκαλεί θερμογένεση χωρίς ρίγος για την παραγωγή θερμότητας στο σώμα και αγγειοσυστολή στο δέρμα με σκοπό τη μείωση της απώλειας θερμότητας από την επιφάνεια του δέρματος. Τεκμαίρεται ότι η νεύρωση από την POA στον PVN μεσολαβεί στις νευρικές και ενδοκρινικές επιδράσεις του πυρετού μέσω της οδού που περιλαμβάνει την υπόφυση και διάφορα ενδοκρινή όργανα.

Ο εγκέφαλος τελικά ενορχηστρώνει μηχανισμούς θερμότητας τελεστή μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Αυτοί μπορεί να είναι:

Στα βρέφη, το αυτόνομο νευρικό σύστημα μπορεί επίσης να ενεργοποιήσει τον ωχρό λιπώδη ιστό για να παράγει θερμότητα (θερμογένεση που δε σχετίζεται με άσκηση, επίσης γνωστή και ως θερμογένεση χωρίς ρίγος). Αυξημένος καρδιακός ρυθμός και αγγειοσυστολή συνεισφέρουν στην αυξημένη πίεση του αίματος στον πυρετό.

Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά της χρησιμότητας του πυρετού, και το θέμα είναι αμφιλεγόμενο[20][21]. Υπάρχουν έρευνες που χρησιμοποιούν θερμόαιμα σπονδυλωτά[22] και ανθρώπους[23] in vivo (ζωντανό περιβάλλον), με μερικές να υποδηλώνουν ότι αναρρώνουν γρηγορότερα από μολύνσεις ή κρίσιμη ασθένεια λόγω του πυρετού. Μία φινλανδική έρευνα έδειξε τη μειωμένη θνησιμότητα σε βακτηριακές μολύνσεις όταν υπήρχε πυρετός[24].

Θεωρητικά, ο πυρετός μπορεί να βοηθήσει στην άμυνα του ξενιστή[21]. Υπάρχουν σίγουρα κάποιες σημαντικές ανοσολογικές αντιδράσεις που επιταχύνονται από τη θερμοκρασία, και μερικά παθογόνα με αυστηρές θερμοκρασιακές προτιμήσεις θα μπορούσαν να παρεμποδιστούν[25].

Έρευνα[26] έχει καταδείξει ότι ο πυρετός βοηθά στη διαδικασία επούλωσης με πολλούς σημαντικούς τρόπους:

Πυρετός στα παιδιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πυρετός στα παιδιά είναι συνηθισμένος μετά από μια μικροβιακή ή ιογενή λοίμωξη και συνήθως μετά από 3 μέρες υποχωρεί. Πάντως σε παιδιά κάτω των 6 μηνών, μόλις εμφανιστεί πυρετός πρέπει οι κηδεμόνες να αναζητούν βοήθεια από παιδίατρους.

Μέθοδοι μέτρησης θερμοκρασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρκετές μεθόδοι μέτρησης θερμοκρασίας στα παιδιά. Οι πιο συνηθισμένες είναι:

  • Από το ορθό (πρωκτό)
  • Από το στόμα
  • Από την μασχάλη
  • Από το τύμπανο του αυτιού. [28]

Η καταλληλότερη μέθοδος εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού. Για παράδειγμα, η λήψη μιας ορθικής θερμοκρασίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να έχετε ακριβή ανάγνωση για παιδιά κάτω των 2 ετών. Αλλά τα περισσότερα παιδιά δεν τους αρέσει να έχουν τη θερμοκρασία τους έτσι. Αν και η λήψη μιας θερμοκρασίας κάτω από τη μασχάλη δεν είναι τόσο ακριβής, θα σας ενημερώσει αν το παιδί σας έχει πυρετό. Αν ναι, τότε μπορείτε να πάρετε μια ορθική θερμοκρασία για την ακριβή ανάγνωση.[28]

Ηλικία Προτεινόμενη μέθοδος Εναλλακτική μέθοδος Τρίτη επιλογή
γέννηση εως 2 ετών Ορθική (για ακριβή μέτρηση) Μασχαλιαία (για έλεγχο πυρετού)
2 εως 5 ετών Ορθική Τύμπανο αυτιού μασχάλη
5+ Στόμα Τύμπανο αυτιού μασχάλη

Για την ορθική μέθοδο πρεπει να χρησιμοποιείται υδραργηρικό θερμόμετρο ορθού (μοιάζει με το στοματικό θερμόμετρο, όμως η πλάτυνση στην βάση του είναι χοντρύτερη). Το θερμόμετρο πρέπει να είναι καθαρό (καθαρισμός με σαπούνι και στέγνωμα). Η αναγραφόμενη θερμοκρασία πρέπει να είναι κάτω των 36 °C. Η πλάτυνση καλύπτεται με βαζελίνη. Τοποθετείται το παιδί στην πλατη του με τα πόδια διπλωμένα και τα γόνατα στην κοιλιά. Απαλά εισέρχεται το θερμόμετρο στο ορθό δια του πρωκτού σε βάθρος 2,5 εκ. Μετά από 2 λεπτά αφαιρείται το θερμόμετρο, ελέγχεται η θερμοκρασία και καθαρίζεται το θερμόμετρο. [28]

Στοματική μέθοδος.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την στοματική μέθοδο το παιδί πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 5 χρονών. Το θερμόμετρο πρέπει να ειναι καθαρό, να ελεγχθει η θερμοκρασία πως είναι κάτω των 36 °C. Το θερμόμετρο τοποθετείται κατω από την γλώσσα και πρέπει να παραμείνει για τουλάχιστον 3-4 λεπτά. Μετά αφαιρείται και ελέγχεται η θερμοκρασία.[28]

Μασχαλιαία μέθοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μασχαλιαία μέθοδος πραγματοποιείται με με χρήση καθαρού θερμόμετρου (στοματικού ή ορθικού). Η πλάτυνση στην βάση πρέπει να τοποθετηθει στην κορυφή (βάθος) της μασχάλης και να παραμείνει σφικτά εκει για τουλάχιστον 4 λεπτά. Μετά αφαιρείται και ελέγχεται η θερμοκρασία.[28]

Τυμπανική μέθοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε φορά πρέπει να χρησιμοποιείται καθαρό διάφανο προστατευτικό κάλυμα του ανιχνευτή. Το αυτί πρέπει να τραβηκτεί απαλά προς τα πάνω και πισω για να ευθειάσει ο ακουστικός πόρος. Απαλά πάλι εισέρχεται το θερμόμετρο στον ακουστικό πόρο και με την χρήση του κατάλληλου κουμπιου μετριέται η θερμοκρασία. [28]

Η τυμπανική μέθοδος χρησιμοποιεί υπέρυθρη ακτινοβολία για ανίχνευση της θερμοκρασίας. Πάντως είναι η λιγότερο ακριβής μέθοδος από τις προαναφερθεισες.[29][30]

Ελάχιστη Φυσιολογική Θερμοκρασία Μέγιστη Φυσιολογική Θερμοκρασία
Ορθική Μέθοδος 36,6 °C 38,0 °C
Στοματική Μέθοδος 35,5 °C 37,5 °C
Μασχαλιαία Μέθοδος 34,7 °C 37,3 °C
Τυμπανική Μέθοδος 35,8 °C 38,0 °C

Η αντιμετώπιση του πυρετού δεν είναι απαραίτητη[31]. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν χωρίς ειδική ιατρική φροντίδα[32]. Παρόλο που είναι δυσάρεστος, ο πυρετός σπάνια αυξάνεται σε επικίνδυνο επίπεδο ακόμα κι αν δεν αντιμετωπίζεται. Γενικά δεν προκύπτει βλάβη στον εγκέφαλο μέχρι η θερμοκρασία να φτάσει τους 42 oC (107.6 oF), και είναι σπάνιο για έναν πυρετό που δεν αντιμετωπίζεται να υπερβεί τους 40.6 oC (105 oF)[31].

Συντηρητικά μέτρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά περιορισμένα στοιχεία υποστηρίζουν την πλύση με σφουγγάρι ή το μπάνιο εμπύρετων παιδιών με χλιαρό νερό[33]. Η χρήση ανεμιστήρα ή κλιματιστικού μπορεί να μειώσει κάπως τη θερμοκρασία και να αυξήσει την άνεση. Αν η θερμοκρασία φτάνει το υπερβολικά υψηλό επίπεδο της υπερπυρεξίας, απαιτείται επιθετική ψύξη.[12] Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να ενυδατώνονται επαρκώς[34]. Το κατά πόσο η αυξημένη πρόσληψη υγρών βελτιώνει τα συμπτώματα ή μειώνει αναπνευστικές ασθένειες όπως το κοινό κρυολόγημα δεν είναι γνωστό[35].

Τα φάρμακα που μειώνουν τον πυρετό ονομάζονται αντιπυρετικά. Το αντιπυρετικό ιβουπροφαίνη είναι αποτελεσματικό στη μείωση του πυρετού στα παιδιά[36]. Είναι πιο αποτελεσματικό από την ακεταμινοφαίνη (παρακεταμόλη) στα παιδιά. Η ιβουπροφαίνη και η ακεταμινοφαίνη μπορούν με ασφάλεια να χρησιμοποιηθούν μαζί σε εμπύρετα παιδιά[37][38]. Η αποτελεσματικότητα της ακεταμινοφαίνης από μόνη της σε παιδιά με πυρετό έχει αμφισβητηθεί[39]. Η ιβουπροφαίνη είναι επίσης ανώτερη από την ασπιρίνη σε παιδιά με πυρετό[40]. Επιπλέον, η ασπιρίνη δε συνιστάται σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες (κάτω από την ηλικία των 16 ή 19 ανάλογα με τη χώρα) λόγω του κινδύνου του συνδρόμου του Reye.[41]

Η χρήση τόσο παρακεταμόλης όσο και ιβουπροφαίνης συγχρόνως ή εναλλασσόμενων μεταξύ τους είναι πιο αποτελεσματική στη μείωση του πυρετού από τη χρήση μόνο παρακεταμόλης ή ιβουπροφαίνης[42]. Δεν είναι σαφές αν αυτό αυξάνει την άνεση του παιδιού[42].

Περίπου το 5% των ανθρώπων που πηγαίνουν στα επείγοντα έχουν πυρετό.[43]

Ορισμένοι τύποι του πυρετού ήταν γνωστοί ήδη από το 460 π.Χ. έως το 370 π.Χ., όταν ο Ιπποκράτης ασκούσε την ιατρική, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από την ελονοσία (τριταίος ή κάθε 2 ημέρες και τεταρταίος ή κάθε 3 ημέρες).[44] Επίσης, κατέστη σαφές όλο αυτό το διάστημα ότι ο πυρετός ήταν ένα σύμπτωμα μιας νόσου παρά μια ασθένεια από μόνη της.[44]

Κοινωνία και πολιτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πυρεξία προέρχεται από την ελληνική λέξη πυρ που σημαίνει φωτιά. Η λέξη πυρετώδης (febrile) προέρχεται από τη λατινική λέξη febris που σημαίνει πυρετός, και αρχαϊκά γνωστή ως ελώδης πυρετός.

Πυρετοφοβία είναι το όνομα που δόθηκε από ιατρικούς εμπειρογνώμονες σε παρανοήσεις των γονέων σχετικά με τον πυρετό στα παιδιά τους. Ανάμεσά τους πολλοί γονείς λανθασμένα πιστεύουν ότι ο πυρετός είναι μια ασθένεια και όχι μια ιατρική ένδειξη, ότι ακόμα και χαμηλοί πυρετοί είναι επιβλαβείς, και ότι οποιαδήποτε θερμοκρασία, ακόμη και λίγο πάνω από την υπεραπλουστευμένη  «κανονική» ένδειξη που αναγράφεται σε ένα θερμόμετρο είναι ένας κλινικά σημαντικός πυρετός.[45] Επίσης φοβούνται αβλαβείς παρενέργειες όπως οι πυρετικοί σπασμοί και υπερεκτιμούν δραματικά την πιθανότητα μόνιμης βλάβης από τυπικούς πυρετούς.[45] Το βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με τον καθηγητή παιδιατρικής Barton D. Schmitt, είναι πως «ως γονείς έχουμε την τάση να υποψιαζόμαστε ότι ο εγκέφαλος των παιδιών μας μπορεί να λιώσει.».[46]

Ως αποτέλεσμα αυτών των παρανοήσεων, οι γονείς είναι ανήσυχοι, δίνουν στα παιδιά αντιπυρετικά φάρμακα όταν η θερμοκρασία είναι τεχνικά φυσιολογική ή ελαφρώς αυξημένη, και παρεμβαίνουν στον ύπνο του παιδιού για να του δώσουν περισσότερα φάρμακα.[45]

Ο πυρετός είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό για τη διάγνωση της νόσου σε οικόσιτα ζώα. Η θερμοκρασία του σώματος των ζώων, η οποία λαμβάνεται από το ορθό, είναι διαφορετική από το ένα είδος στο άλλο. Για παράδειγμα, ένα άλογο λέγεται ότι έχει πυρετό πάνω από 101 °F ( 38,3 °C).[47] Σε ζώα που επιτρέπουν στο σώμα να έχει ένα ευρύ φάσμα «κανονικών» θερμοκρασιών, όπως οι καμήλες,[48] είναι μερικές φορές δύσκολο να προσδιοριστεί μια εμπύρετη φάση.

Πυρετός μπορεί επίσης να προκληθεί από συμπεριφορικά ασπόνδυλα που δεν έχουν ανοσοποιητικό σύστημα που βασίζεται στον πυρετό. Για παράδειγμα, ορισμένα είδη ακρίδας θα επιτύχουν θερμοκρασίες σώματος που είναι 2 - 5 °C υψηλότερες από την κανονική μέσω θερμορύθμισης, για να αναστείλουν την ανάπτυξη παθογόνων μυκήτων όπως ο Beauveria bassiana και ο Metarhizium acridum.[49] Οι αποικίες μελισσών είναι επίσης σε θέση να επάγουν πυρετό σε απάντηση σε ένα μυκητισιακό παράσιτο, το Ascosphaera apis.[49]

  1. 1,0 1,1 1,2 Axelrod YK; Diringer (Μάιος 2008). «Temperature management in acute neurologic disorders». Neurol Clin 26 (2): 585–603, xi. doi:10.1016/j.ncl.2008.02.005. PMID 18514828. https://archive.org/details/sim_neurologic-clinics_2008-05_26_2/page/585. 
  2. Karakitsos D; Karabinis A (Σεπτέμβριος 2008). «Hypothermia therapy after traumatic brain injury in children». N. Engl. J. Med. 359 (11): 1179–80. doi:10.1056/NEJMc081418. PMID 18788094. 
  3. S. V. Mahadevan· Gus M. Garmel (2012). An Introduction to Clinical Emergency Medicine. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0521747767. 
  4. 4,0 4,1 Laupland KB (Ιούλιο; 2009). «Fever in the critically ill medical patient». Crit. Care Med. 37 (7 Suppl): S273–8. doi:10.1097/CCM.0b013e3181aa6117. PMID 19535958. 
  5. Barone JE (Αύγουστος 2009). «Fever: Fact and fiction». J Trauma 67 (2): 406–9. doi:10.1097/TA.0b013e3181a5f335. PMID 19667898. 
  6. Sund-Levander M; Forsberg C; Wahren LK (Ιούνιος 2002). «Normal oral, rectal, tympanic and axillary body temperature in adult men and women: a systematic literature review». Scand J Caring Sci 16 (2): 122–8. doi:10.1046/j.1471-6712.2002.00069.x. PMID 12000664. 
  7. Dan L. Longo, επιμ. (2011). Harrison's principles of internal medicine (18η έκδοση). New York: McGraw-Hill. ISBN 978-0-07-174889-6. 
  8. Muhammad, Inayatullah· Shabbir Ahmad Nasir (Μάιος 2009). Bedside Techniques: Methods of clinical examination. Saira Publishers and Salamat Iqbal Press, Multan. 
  9. Hilson AJ (Ιούλιος 1995). «Pel-Ebstein fever». N. Engl. J. Med. 333 (1): 66–7. doi:10.1056/NEJM199507063330118. PMID 7777006. . They cite Richard Asher's lecture Making Sense (Lancet, 1959, 2, 359)
  10. Rolla L. Thomas (1906). The eclectic practice of medicine. The Scudder Brothers Company. σελ. 261. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Loscalzo, Joseph· Fauci, Anthony S.· Braunwald, Eugene· Dennis L. Kasper· Hauser, Stephen L· Longo, Dan L. (2008). «Chapter 17, Fever versus hyperthermia». Harrison's principles of internal medicine. McGraw-Hill Medical. ISBN 0-07-146633-9. 
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 McGugan EA (Μάρτιος 2001). «Hyperpyrexia in the emergency department». Emerg. Med. (Fremantle) 13 (1): 116–20. doi:10.1046/j.1442-2026.2001.00189.x. PMID 11476402. 
  13. 13,0 13,1 Marx 2006, p. 2506
  14. Hart, BL (1988). «Biological basis of the behavior of sick animals». Neuroscience and biobehavioral reviews 12 (2): 123–37. doi:10.1016/S0149-7634(88)80004-6. PMID 3050629. https://archive.org/details/sim_neuroscience-and-biobehavioral-reviews_summer-1988_12_2/page/123. 
  15. Johnson, RW (2002). «The concept of sickness behavior: a brief chronological account of four key discoveries». Veterinary immunology and immunopathology 87 (3–4): 443–50. doi:10.1016/S0165-2427(02)00069-7. PMID 12072271. 
  16. Kelley, KW; Bluthé, RM; Dantzer, R; Zhou, JH; Shen, WH; Johnson, RW; Broussard, SR (2003). «Cytokine-induced sickness behavior». Brain, behavior, and immunity 17 Suppl 1: S112–8. doi:10.1016/S0889-1591(02)00077-6. PMID 12615196. 
  17. 17,0 17,1 Fausi, Anthony (2008). Harrison's Principles of Internal Medicine (17η έκδοση). McGrow-Hill Professional. σελίδες 117–121. ISBN 978-0-07-146633-2. 
  18. 18,0 18,1 Walter, F. PhD Boron (2003). Medical Physiology: A Cellular And Molecular Approach. Elsevier/Saunders. ISBN 1-4160-2328-3. 
  19. Stefferl, Andreas; Stephen J. Hopkins; Nancy J. Rothwell; Giamal N. Luheshi (1996-04-25). «"The role of TNF-a in fever: opposing actions of human and murine TNF-oa and interactions with IL-fl in the rat"». Brftish Journal of Pharmacology 118 (8): 1919–1924. doi:10.1111/j.1476-5381.1996.tb15625.x. PMC 1909906. 
  20. Soszyński, D (2003). «The pathogenesis and the adaptive value of fever». Postepy higieny i medycyny doswiadczalnej 57 (5): 531–554. PMID 14737969. 
  21. 21,0 21,1 Schaffner, A (2006). «"Fever--useful or noxious symptom that should be treated?"». Therapeutische Umschau. Revue therapeutique 63 (3): 185–188. doi:10.1024/0040-5930.63.3.185.. PMID 16613288. 
  22. Su, F; Nguyen, ND; Wang, Z; Cai, Y; Rogiers, P; Vincent, JL (2005). «Fever control in septic shock: beneficial or harmful?». Shock (Augusta, Ga.) 23 (6): 516–520. PMID 15897803. 
  23. Schulman, CI; Namias, N; Doherty, J; Manning, RJ και άλλοι. (2005). «The effect of antipyretic therapy upon outcomes in critically ill patients: a randomized, prospective study». Surgical infections 6 (4): 369–375. doi:10.1089/sur.2005.6.369.. PMID 16433601. 
  24. Rantala, S; Vuopio-Varkila, J; Vuento, R; Huhtala, Η; Syrjänen, J (2009). «Predictors of mortality in beta-hemolytic streptococcal bacteremia: a population-based study». The Journal of infection 58 (4): 266–272. doi:10.1016/j.jinf.2009.01.015.. PMID 19261333. 
  25. Fischler, M.P.; Reinhart, W.H. (1997). «"Fever: friend or enemy?"». Schweiz Med Wochenschr 127 (20): 864–870. PMID 9289813. 
  26. Craven, R· Hirnle, C. (2006). Fundamentals of nursing: Human health and function (4η έκδοση). σελ. 1044. 
  27. Lewis, SM· Heitkemper, MM· Dirksen, SR. (2007). Medical-surgical nursing: Assessment and management of clinical problems (6η έκδοση). σελ. 212. 
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 28,5 «How to take a child’s temperature». Paediatrics & Child Health 5 (5): 277–278. 2000. ISSN 1205-7088. PMID 20177533. PMC PMC2819919. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2819919/. 
  29. «Tips for taking your child's temperature» (στα αγγλικά). Mayo Clinic. https://www.mayoclinic.org/healthy-lifestyle/infant-and-toddler-health/in-depth/thermometer/art-20047410. Ανακτήθηκε στις 2017-11-01. 
  30. Dodd, Susanna R.; Lancaster, Gillian A.; Craig, Jean V.; Smyth, Rosalind L.; Williamson, Paula R. (Απρίλιος 2006). «In a systematic review, infrared ear thermometry for fever diagnosis in children finds poor sensitivity». Journal of Clinical Epidemiology 59 (4): 354–357. doi:10.1016/j.jclinepi.2005.10.004. ISSN 0895-4356. PMID 16549256. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/16549256. 
  31. 31,0 31,1 "Fever" Medline Plus Medical Encyclopedia. U.S. National Library of Medicine. 
  32. "What To Do If You Get Sick: 2009 H1N1 and Seasonal Flu". Centers for Disease Control and Prevention. 7 Μαΐου 2009. 
  33. Meremikwu M, επιμ. (2003). «Physical methods for treating fever in children». Cochrane Database Syst Rev (2): CD004264. doi:10.1002/14651858.CD004264.. PMID 12804512. 
  34. «"Fever". National Institute of Health». 
  35. Guppy, MP, επιμ. (2011-02-16). «Advising patients to increase fluid intake for treating acute respiratory infections». Cochrane database of systematic reviews (Online) (2): CD004419. doi:10.1002/14651858.CD004419.pub3.. PMID 21328268. 
  36. Perrott DA; Piira T; Goodenough B; Champion GD (Ιούνιος 2004). «Efficacy and safety of acetaminophen vs ibuprofen for treating children's pain or fever: a meta-analysis». Arch Pediatr Adolesc Med 158 (6): 521–526. doi:10.1001/archpedi.158.6.521.. PMID 15184213. 
  37. Southey ER; Soares-Weiser K; Kleijnen J (Σεπτέμβριος 2009). «Systematic review and meta-analysis of the clinical safety and tolerability of ibuprofen compared with paracetamol in paediatric pain and fever». Curr Med Res Opin 25 (9): 2207–22. doi:10.1185/03007990903116255.. PMID 19606950. 
  38. Hay AD; Redmond NM; Costelloe C (Μάιος 2009). «Paracetamol and ibuprofen for the treatment of fever in children: the PITCH randomised controlled trial». Health Technol Assess 13 (27): iii–iv, ix–x, 1–163. doi:10.3310/hta13270.. PMID 19454182. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-12-05. https://web.archive.org/web/20141205200218/http://www.nets.nihr.ac.uk/programmes/hta. 
  39. Meremikwu M, επιμ. (2002). «Paracetamol for treating fever in children». Cochrane Database Syst Rev (2): CD003676. doi:10.1002/14651858.CD003676.. PMID 12076499. 
  40. Autret E; Reboul-Marty J; Henry-Launois B (1997). «Evaluation of ibuprofen versus aspirin and paracetamol on efficacy and comfort in children with fever». Eur. J. Clin. Pharmacol. 51 (5): 367–371. doi:10.1007/s002280050215.. PMID 9049576. 
  41. "2.9 Antiplatelet drugs". British National Formulary for Children. British Medical Association and Royal Pharmaceutical Society of Great Britain. 2007. σελ. 151. 
  42. 42,0 42,1 Wong, T, επιμ. (2013-10-30). «Combined and alternating paracetamol and ibuprofen therapy for febrile children». The Cochrane database of systematic reviews 10: CD009572. doi:10.1002/14651858.CD009572.pub2.. PMID 24174375. 
  43. Nassisi, D; Oishi, ML (Ιανουάριος 2012). «Evidence-based guidelines for evaluation and antimicrobial therapy for common emergency department infections». Emergency medicine practice 14 (1): 1–28; quiz 28–9. PMID 22292348. 
  44. 44,0 44,1 Sajadi, MM; Bonabi, R; Sajadi, MR; Mackowiak, PA (Οκτώβριος 2012). «Akhawayni and the first fever curve.». Clinical infectious diseases : an official publication of the Infectious Diseases Society of America 55 (7): 976–980. doi:10.1093/cid/cis596.. PMID 22820543. 
  45. 45,0 45,1 45,2 Crocetti M; Moghbeli N; Serwint J (Ιούνιος 2001). «Fever phobia revisited: have parental misconceptions about fever changed in 20 years?». Pediatrics 107 (6): 1241–1246. doi:10.1542/peds.107.6.1241.. PMID 11389237. https://archive.org/details/sim_pediatrics_2001-06_107_6/page/1241. 
  46. Klass, Perri (10 Ιανουαρίου 2011). Lifting a Veil of Fear to See a Few Benefits of Fever. The New York Times. 
  47. «Equusite Vital Signs». www.equusite.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2010. 
  48. «Body Temperature of the Camel and Its Relation to Water Economy». ajplegacy.physiology.org. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2010. [νεκρός σύνδεσμος]
  49. 49,0 49,1 Thomas, Matthew B.; Simon Blanford (Ιούλιος 2003). «Thermal biology in insect-parasite interactions». Trends in Ecology & Evolution 18 (7): 344–350. doi:10.1016/S0169-5347(03)00069-7. 
  • Rhoades, R· Pflanzer, R (1996). «chapter 27: Regulation of body temperature». Human physiology (3η έκδοση). σελ.  820 Clinical focus: pathogenesis of fever . ISBN 0-03-005159-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]