Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μοτέτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ο όρος μοτέτο (ιταλ. mottetto, γαλλ. motet, υποκοριστικό του mot[1]) προέρχεται είτε από τη γαλλική λέξη mot που σημαίνει "λέξη" είτε από το λατινικό ρήμα movere που σημαίνει "κινώ".

Το μοτέτο είναι η σπουδαιότερη μορφή πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης που πρωτοεμφανίζεται το 1200 μ.Χ. (13ος αιώνας). Είναι ένα όργκανουμ (organum) (παλαιότερη φόρμα που συνίστατο από μια μελωδία γρηγοριανού μέλους που την τραγουδούσε ο tenor) στο οποίo προστίθενται νέα κείμενα, συνήθως διαφορετικά για κάθε φωνή. Πάνω στο όργκανουμ οικοδομούνται όλες οι υπόλοιπες πρόσθετες φωνές με τον εξής τρόπο: στην επάνω φωνή ενός όργκανουμ –δηλαδή στον tenor- μπαίνει μια μελωδική γραμμή η οποία αποτελείται από ένα κείμενο που κάθε συλλαβή του αντιστοιχούσε και σε ένα φθόγγο [2]. Αρχικά είχαμε ταυτόχρονη συνήχηση της πρόσθετης φωνής με το διαφορετικό κείμενο και τον tenor. Γρήγορα όμως η επάνω φωνή ανεξαρτητοποιήθηκε τόσο στο κείμενο όσο και στη μελωδία από τη βασική φωνή και ονομάστηκε μοτέτο[3].


Το μοτέτο αρχικά ήταν δίφωνο (tenor, motetus ή duplum) και στη συνέχεια έγινε τρίφωνο (triplum) ή και τετράφωνο (quadruplum). Στη βάση έχουμε τον tenor και από πάνω τοποθετείται η motetus. Ως εκ τούτου, η τρίτη φωνή μπαίνει πάνω από τη δεύτερη διατηρώντας όμως πάντα την ανεξαρτησίας της με το διαφορετικό κείμενο. Ομοίως και με την τέταρτη φωνή που έρχεται να μπει πάνω από την τρίτη τραγουδώντας πάλι διαφορετικό κείμενο.

Η γλώσσα του μοτέτου ήταν αρχικά λατινική καθώς προοριζόταν για θρησκευτική χρήση. Επίσης, χρησιμοποιείτο και η γαλλική γλώσσα για την κοσμική μουσική η οποία είχε χαρακτήρα ερωτικό ή ποιμενικό. Αργότερα έχουμε τα δίγλωσσα μοτέτα σε γαλλικά-λατινικά και αγγλικά-λατινικά. Το μοτέτο άρχισε να γίνεται κοσμικό όταν οι προστιθέμενες φωνές (η triplum και από το 1250 και η motetus) τραγουδούσαν γαλλικό κείμενο συνήθως ερωτικού χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα ο tenor τραγουδούσε διαφορετικό κείμενο στη λατινική γλώσσα και με θρησκευτικό χαρακτήρα.

Το αποτέλεσμα ήταν «το ταυτόχρονο ξετύλιγμα τεσσάρων ανεξάρτητων μελωδιών και τεσσάρων κειμένων (σε δύο γλώσσες), που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους» [4].

Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι το μοτέτο προέκυψε από την κλάουζουλα (clausula). Στη Σχολή της Παναγίας των Παρισίων ο Περοτέν έγραψε πολλά κομμάτια οργκάνα (organum ή discantus ήταν η πρώτη και η απλούστερη μορφή πολυφωνικής μουσικής με κύριο χαρακτηριστικό την παράλληλη κίνηση δύο φωνών σε διαστήματα 8ης, 5ης, 4ης) συντελώντας μια καινοτομία. Η δεύτερη φωνή (duplum) είχε ρυθμική και μελωδική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια από την πρώτη φωνή (tenor ή cantus firmus). Πολλά από τα παλαιότερα μοτέτα ομοιάζουν μουσικά με την κλάουζουλα και μόνη διαφορά αποτελεί η προσθήκη του κειμένου στις πάνω φωνές[5].

Τελικά, «…ο όρος μοτέτο σήμαινε το έργο στο σύνολό του αλλά και η φωνή που βρισκότανε πάνω από τη βασική του tenor» [3].

Η εξέλιξη του μοτέτου

Το μοτέτο άρχισε να αναπτύσσεται στα μέσα του 12ου αιώνα από τη Σχολή της Παναγίας των Παρισίων (μέσα 12ου-τέλη 13ου αιώνα) έχοντας τα εξής χαρακτηριστικά:

  • βασίζεται στο γρηγοριανό μέλος,
  • είναι πολυφωνική μουσική,
  • σημαντική φωνή είναι ο tenor που έχει μεγάλες ρυθμικές αξίες,
  • έχουμε ταυτόχρονη συνήχηση διαφορετικού κειμένου για κάθε πρόσθετη φωνή,
  • η γλώσσα είναι λατινική για μοτέτο θρησκευτικού χαρακτήρα, ενώ η γαλλική γλώσσα χρησιμοποιείται για μοτέτα κοσμικού χαρακτήρα
  • έχουμε ισορρυθμία,
  • και 2 έως 4 φωνές.

Τον 13ο αιώνα έως τις αρχές του 14ου αιώνα, δηλαδή την εποχή Ars Antiqua (1240-1310 μ.Χ.), το μοτέτο αναδεικνύεται σε κοσμική μουσική με τα εξής χαρακτηριστικά:

  • τα θέματα των κειμένων του μοτέτου είναι παρμένα από την καθημερινή κοινωνική και την προσωπική ζωή,
  • συνδυάζεται ο λειτουργικός tenor με τις πρόσθετες φωνές που τραγουδούν σε γαλλική γλώσσα κοσμικό κείμενο,
  • έχουμε τη διασταύρωση της εκκλησιαστικής και της κοσμικής μουσικής,
  • κυριαρχούν οι λαϊκές μελωδίες και η λαϊκή γλώσσα,
  • η εξέλιξη της σημειογραφίας συμβάλει στην διάδοση του μοτέτου,
  • η μελωδική γραμμή του tenor παίζεται από όργανο.

Τον 14ο αιώνα, δηλαδή την εποχή Ars Nova (1320-1380) το μοτέτο έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • η κοσμική μουσική προβάλλεται και υποστηρίζεται σημαντικά μέσα από το μοτέτο,
  • ο tenor διατηρεί τις μεγάλες ρυθμικές αξίες, ενώ οι άλλες φωνές του μοτέτου, η duplum και triplum, έχουν μικρότερες ρυθμικές αξίες σχηματίζοντας ρυθμική αντίθεση,
  • τα μέτρα είναι διμερή,
  • χρησιμοποιούνται τα διαστήματα 3ης και 6ης και αναγνωρίζονται ως σύμφωνα διαστήματα,
  • εμπλουτίζεται η μελωδία,
  • έχουμε το ισορρυθμικό μοτέτο στο οποίο επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα ένα μελωδικό και ένα εκτεταμένο ρυθμικό σχήμα δημιουργώντας διαφορετικούς μελωδικούς και ρυθμικούς συνδυασμούς,
  • τέλος, έχουμε συνήχηση.

Την εποχή Ars Subtilior, από τα τέλη του 14ου αιώνα έως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον συνθέτη Γιοχάνες Τσικόνια (Johannes Ciconia), το μοτέτο παρακμάζει καθώς:

  • εγκαταλείπεται η ισορρυθμία,
  • επανερχόμαστε στα πηδήματα 5ης και 8ης,
  • έχουμε μόνο ένα κείμενο στα μοτέτα,
  • και χρησιμοποιείται η τεχνική της μίμηση.

Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα το μοτέτο γίνεται ένα είδος θρησκευτικής μουσικής, χωρίς να είναι απαραίτητα λειτουργική μουσική. Στα τέλη του 16ου αιώνα παρατηρούμε ότι στο μοτέτο χρησιμοποιούνται όργανα και η μονωδία, ενώ αντικαθίσταται το λατινικό κείμενο με κείμενο της τοπικής γλώσσας. Τον 17ο και 18ο αιώνα έχουμε μοτέτα με οργανική συνοδεία για σόλο φωνή μέχρι τα χορωδιακά μοτέτα του Μπαχ. «Μετά ο τέλος της εποχής μπαρόκ, στα μέσα του 18ου αιώνα, το μοτέτο έγινε λιγότερο σημαντική φόρμα. Εξακολούθησαν να γράφονται μοτέτα, π.χ. από τον Μότσαρτ τον 18ο αιώνα, από τον Μπράμς τον 19ο αιώνα και στον 20ό από τον γερμανό Χούγκο Ντίστλερ και τον γάλλο συνθέτη Φρανσίς Πουλένκ[6]».

Σημειώσεις

  1. Μπαμπινιώτης, 1998, σ. 1132
  2. Δημητριάδου, 1998, σ. 40
  3. 3,0 3,1 Δημητριάδου, 1998, σ. 41
  4. Vuillermoz, 1979, σ. 56
  5. Τολίκα, 1995, σ. 274
  6. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, 2005, τ. 43, σ. 29


Βιβλιογραφία

  • Vuillermoz, Emile Ιστορία της μουσικής, Υποδομή, Αθήνα 1979.
  • Δημητριάδου Μαρία, Παραδόσεις ιστορίας μουσικής, Ντο-ρε-μί, Θεσσαλονίκη 1998.
  • Μπαμπινιώτης Γ. Δ., Λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικογραφίας, Αθήνα 1998.
  • Τολίκα Ολυμπία, Παγκόσμιο λεξικό της μουσικής, Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, Αθήνα 1995.