Τζιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
→Λονδρέζικο τζιν: εκατόλιτρο όχι εκτόλιτρο |
αφαίρεση interwiki per wikidata |
||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
[[Κατηγορία:Αλκοολούχα ποτά]] |
[[Κατηγορία:Αλκοολούχα ποτά]] |
||
[[ar:جن (مشروب كحولي)]] |
|||
[[bg:Джин]] |
|||
[[ca:Ginebra (licor)]] |
|||
[[cv:Джин]] |
|||
[[cs:Gin]] |
|||
[[cy:Jin]] |
|||
[[da:Gin]] |
|||
[[de:Gin]] |
|||
[[en:Gin]] |
|||
[[et:Džinn]] |
|||
[[es:Gin]] |
|||
[[eo:Ĝino (brando)]] |
|||
[[eu:Gin]] |
|||
[[fa:جین (مشروب)]] |
|||
[[fr:Gin (boisson)]] |
|||
[[gv:Jeneeve]] |
|||
[[gl:Xenebra (bebida)]] |
|||
[[ko:진 (술)]] |
|||
[[hy:Ջին (խմիչք)]] |
|||
[[io:Jino]] |
|||
[[id:Gin]] |
|||
[[it:Gin]] |
|||
[[he:ג'ין]] |
|||
[[ka:ჯინი]] |
|||
[[kk:Джин]] |
|||
[[la:Gin]] |
|||
[[lt:Džinas (gėrimas)]] |
|||
[[hu:Gin]] |
|||
[[arz:جن (مشروب كحول)]] |
|||
[[nl:Gin]] |
|||
[[ja:ジン (蒸留酒)]] |
|||
[[no:Gin]] |
|||
[[nn:Gin]] |
|||
[[pl:Gin]] |
|||
[[pt:Gim]] |
|||
[[ksh:Gin]] |
|||
[[ro:Gin]] |
|||
[[ru:Джин]] |
|||
[[simple:Gin]] |
|||
[[sk:Gin]] |
|||
[[sl:Gin]] |
|||
[[sr:Џин (пиће)]] |
|||
[[sh:Džin (piće)]] |
|||
[[fi:Gini]] |
|||
[[sv:Gin]] |
|||
[[ta:ஜின்]] |
|||
[[tr:Cin (içki)]] |
|||
[[uk:Джин (напій)]] |
|||
[[zh-yue:氈酒]] |
|||
[[zh:琴酒]] |
Έκδοση από την 10:39, 21 Μαΐου 2013
Το τζιν (αγγλ. gin) είναι αλκοολούχο ποτό, ευρύτερα γνωστό ως κύριο συστατικό του τζιν τόνικ καθώς και άλλων κοκτέιλ. Το τζιν έχει ως βάση αποστάγματα κωνοφόρων φυτών (ειδικότερα από τους καρπούς του άρκευθου) και η καταγωγή του ανάγεται στη Δυτική Ευρώπη της εποχής του Μεσαίωνα, όπου αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο. Στις μέρες μας αποτελεί μια από τις κυριότερες βάσεις για την παρασκευή διαφόρων μειγμάτων (κοκτέιλ), κατέχοντας ένα σημαντικό ποσοστό στην παγκόσμια αγορά αλκοολούχων ποτών.
Ποικιλίες
Αν και στη μακρόχρονη ιστορία του, το τζιν έχει δεχθεί πολλές παραλλαγές, στις μέρες μας έχουν εδραιωθεί οι ακόλουθες τέσσερις ποικιλίες, οι οποίες και αποτελούν νόμιμο προϊόν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οινοπνευματώδη με άρωμα κωνοφόρου
Πρόκειται για την πρωιμότερη επεξεργασία τζιν, η οποία παρασκευάζεται με απόσταξη ενός αρχικού μείγματος βάσης και επαναπόσταξής του με την πρόσμειξη κωνοφόρων, ώστε να εκλυθεί το άρωμά τους. Λόγω της μεθόδου απόσταξης σε καζάνι ο οινοπνευματικός βαθμός είναι σχετικά χαμηλός (περ. 68%) και αποθηκεύεται συχνά σε ξύλινα βαρέλια ώστε να ωριμάσουν τα αρώματά του. Το λεγόμενο ολλανδικό τζιν (ή τζινέβρα) είναι το πιο γνωστό προϊόν αυτής της κατηγορίας.
Αποσταγμένο τζιν
Το αποσταγμένο τζιν παρασκευάζεται αποκλειστικά με επαναπόσταξη αιθυλικής αλκοόλης, η οποία παράγεται από φυτικά προϊόντα και έχει υψηλό οινοπνευματικό βαθμό (τουλάχιστον 96%)· στο μείγμα προστίθενται καρποί άρκευθου και άλλων βοτάνων, με την προϋπόθεση ότι ο άρκευθος επικρατεί των άλλων αρωμάτων. Το προϊόν απλής προσθήκης αιθέριου ελαίου ή αρωμάτων σε αλκοολική βάση δεν θεωρείται αποσταγμένο τζιν.
Λονδρέζικο τζιν
Ο τύπος αυτός παρασκευάζεται αποκλειστικά από αιθυλική αλκοόλης φυτικής προέλευσης, το ποσοστό μεθανόλης της οποίας δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 γρ. ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος (οινοπνευματικός βαθμός 100%). Το άρωμά του εξάγεται με την επαναπόσταξη της αιθυλικής αλκοόλης, στην οποία προστίθενται βότανα και καρποί κωνοφόρων, το τελικό προϊόν της οποίας θα πρέπει να έχει οινοπνευματικό βαθμό σε ποσοστό τουλάχιστον 70%. Το λονδρέζικο τζιν δεν πρέπει επίσης να περιέχει γλυκαντικούς παράγοντες άνω του 0,1 γρ. ανά λίτρο, χρωστικές ή άλλα συστατικά εκτός από νερό. Συχνά επονομάζεται και ξηρό τζιν.
Τζιν
Το σκέτο τζιν παράγεται με τον τεχνητό αρωματισμό καθαρού οινοπνεύματος, χωρίς τη διεργασία επαναπόσταξης, χρησιμοποιώντας αιθέρια έλαια ή άλλες αρωματικές ύλες. Θεωρείται η χαμηλότερη ποιότητα τζιν.
Ο ελάχιστος οινοπνευματικός βαθμός για το εμφιαλωμένο τζιν είναι 37,5% στην Ε.Ε. και 40% στις ΗΠΑ.
Άλλοι τύποι τζιν ορίζονται από τη γεωγραφική τους καταγωγή (η οποία ενέχει και νομικό έρεισμα), όπως το Τζιν Πλύμουθ, η Μποροβίτσκα Σλοβακίας, το Μπρίνιεβεκ Σλοβενίας κ.ο.κ. Κάποιοι άλλοι τύποι, τέλος, περιγράφονται κατά ορισμένα πολιτισμικά πρότυπα, χωρίς ωστόσο να έχουν νομική υπόσταση (π.χ. sloe gin, Wacholder, Old Tom gin - Σ.τ.Μ. πρόκειται στην ουσία για τοπικά προϊόντα, τα οποία συχνά παρασκευάζονται κατ' οίκον, κατ' αναλογία του ελληνικού κερασό).