pirum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpirum (la) ουδέτερο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirum | pira |
γενική | pirī | pirōrum |
δοτική | pirō | pirīs |
αιτιατική | pirum | pira |
κλητική | pirum | pira |
αφαιρετική | pirō | pirīs |