ενικός πληθυντικός
nota notas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nota (es) θηλυκό



nota > λατινική nota

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nota note

nota (it)

  1. (μουσική) νότα σύμβολο-σημάδι που δείχνει έναν ήχο.
  2. σημείωση



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nota noty
γενική noty not
δοτική nocie notom
αιτιατική notę noty
οργανική notą notami
τοπική nocie notach
κλητική noto noty

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnɔta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nota (pl) θηλυκό

  1. η διακοίνωση, η νότα
  2. η σημείωση, η υποσημείωση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
nota notas

nota (pt) θηλυκό