Ετυμολογία

επεξεργασία
morphology < αρχαία ελληνική μορφή + -λογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

morphology

  • η μορφολογία (σε επιστήμες όπως η βιολογία, η γεωλογία, η γλωσσολογία)