Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fa (it) αρσενικό

fa (it)

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα δεικτικής του fare
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του fare

  Επίρρημα

επεξεργασία

fa (it)